Υβρίδια και τέρατα στον ελληνικό μύθο- Μινώταυρος [ο μυθικός Αστερίων] από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

Υ Β Ρ Ι Δ Ι Α    Κ Α Ι    Τ Ε Ρ Α Τ Α    Σ Τ Ο Ν    Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο    Μ Υ Θ Ο

Μινώταυρος [ο μυθικός Αστερίων]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο συγγραφέα

Ο Μινώταυρος ήταν ένα υβριδικό ον με σώμα ανθρώπου αλλά κεφάλι και ουρά ταύρου. Όμως η ονομασία αυτή είναι απλώς περιγραφική, διότι το πραγματικό όνομα του όντος αυτού ήταν Αστερίων. Κάποιες φορές αναπαρίσταται ακόμα ως ταύρος με κορμό ανθρώπου, όπως περίπου και κατ΄ αντιστοιχία παρουσιάζονται και οι Κένταυροι. Κατοικούσε απομονωμένος στο Λαβύρινθο, διαδαλώδες κτίσμα που φτιάχτηκε από τον σπουδαίο τεχνίτη Δαίδαλο, μετά από εντολή του βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα.

Η ΓΕΝΝΗΣΗΠριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς, ζήτησε από το θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδερφός του, έπρεπε να ανέβει στο θρόνο. Ο θεός έστειλε έναν πανέμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από το Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας, όμως, αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και τιμώρησε την προσβολή του θνητού στο θεό κάνοντας τη γυναίκα του Μίνωα, την Πασιφάη, να ερωτευτεί τον … ταύρο! Η γυναίκα μάλιστα ζήτησε βοήθεια από τον Δαίδαλο. Εκείνος της κατασκεύσε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της! Από την ανεπίτρεπτη αυτή ένωση γεννήθηκε ο Μινώταυρος. Ο Μίνωας, βλέποντας τρομοκρατημένος το αποκύημα της γυναίκας του, κατέφυγε στο Μαντείο των Δελφών και μετά από χρησμό που πήρε, ζήτησε από τον Δαίδαλο να φτιάξει ένα κτίσμα ώστε να κλειστεί μέσα ο Μινώταυρος και μαζί του και η ντροπή της βασίλισσας. Τότε εκείνος κατασκεύασε το Λαβύρινθο.

Η ΘΑΝΑΤΩΣΗ: Κάποτε, ο γιος του Μίνωα, ο Ανδρόγεως, πήρε μέρος σε αγώνες των Παναθηναίων και απέσπασε κάποιες νίκες, για τις οποίες, ζηλεύοντάς τον οι Αθηναίοι, τον σκότωσαν. Η συνέχεια, πολύ γνωστή και αφορά στη μυθική διήγηση που γνωρίζουν μικροί και μεγάλοι: Ο Μίνωας για να τιμωρήσει τους Αθηναίους κήρυξε πόλεμο στον οποίο και νίκησε. Σαν ποινή των Αθηναίων, ο νικητής βασιλιάς της Κρήτης όρισε κάθε εννέα χρόνια εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες να στέλνονται στην Κρήτη και να κατασπαράζονται από το Μινώταυρο! Μην μπορώντας να ανεχτεί την θυσία αυτή, ο Θησέας, γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα, αποφάσισε να είναι και αυτός ένας από τους δεκατέσσερις νέους, με σκοπό να βρεθεί κοντά στο Μινώταυρο ώστε να τον σκοτώσει. Όταν έφτασε στη Κρήτη γνώρισε την κόρη του Μίνωα Αριάδνη, η οποία τον ερωτεύτηκε. Θέλοντας να τον βοηθήσει να σκοτώσει το τέρας, του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή, το λεγόμενο Μίτο της Αριάδνης, και τον συμβούλεψε να δέσει την άκρη του στην είσοδο του λαβύρινθου και να το ξετυλίγει, ώστε να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο, μέσα από τους πολυδαίδαλους διαδρόμους του σκοτεινού λαβυρίνθου. Ο Θησέας πράγματι σκότωσε το τέρας με το σπαθί του και χρησιμοποιώντας το Μίτο της Αριάδνης, κατάφερε να βγει από το Λαβύρινθο και επέστρεψε στην Αθήνα. Ο πατέρας του Θησέα, ο Αιγέας, του είχε δώσει παραγγελία όταν γυρίσει νικητής από την Κρήτη, να αλλάξει τα πανιά του πλοίου του, να κατεβάσει τα πένθιμα μαύρα πανιά που είχε φεύγοντας και να ανεβάσει λευκά. Κάθε μέρα, λοιπόν, ατένιζε τον ορίζοντα απ το ακρωτήρι Σούνιο να έρθει πίσω ο γιος του. Από τη πολλή χαρά και τον ενθουσιασμό του, όμως, ο Θησέας ξέχασε την παραγγελία του πατέρα του κι επέστρεψε με τα ίδια τα μαύρα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο με τα μαύρα πανιά, έπεσε απαρηγόρητος από το βράχο στη θάλασσα, νομίζοντας ότι και ο γιος του έγινε βορρά στο θηρίο. Από τότε η θάλασσα που ρίχτηκε ο Αθηναίος βασιλιάς πήρε το όνομά του: “Αιγαίον πέλαγος”.

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑΣχετικά με το νόημα του μύθου του Μινώταυρου έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με μία από αυτές, ο μύθος σχετίζεται με τους μύθους των θεών των Φοινίκων, Βαάλ και Μολώχ1. Ιδιαίτερα ο τελευταίος παρουσίαζε και ομοιότητες με τον Μινώταυρο. Έτσι, η θανάτωση του Μινώταυρου συμβολίζει την κατάργηση του βαρβαρικού έθιμου της ανθρωποθυσίας, εκτεταμένου τότε [πριν το 1000 π.Χ.] φαινομένου στην Ανατολική Μεσόγειο, από τον περισσότερο προοδευμένο ελληνικό πολιτισμό. Μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι ο Μίνωας και ο Μινώταυρος δεν είναι παρά μορφές του ίδιου προσώπου, και αντιπροσωπεύουν τον θεό Ήλιο. Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι ο μύθος της θανάτωσης του Μινώταυρου συμβολίζει την απελευθέρωση των Ελλήνων από την κυριαρχία, καλύτερα τη θαλασσοκρατία, της Μινωικής Κρήτης.

Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε πως για το μύθο του Μινώταυρου έχουν γράψει οι αρχαίοι συγγραφείς, Πλούταρχος, Απολλόδωρος, Βιργίλιος, κ.ά., όπως και πολλοί σύγχρονοι – κλασικό πια το δείγμα από άλλη οπτική του μεγάλου Αργεντίνου συγγραφέα Χ. Λ. Μπόρχες, που ακολουθεί ως παράθεμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: το αντίστοιχο άρθρο της αγγλόγλωσσης Wikipedia, Ελληνική Μυθολογία, Εκδ. Αθηνών.

[email protected] www.scribd.com/oikonomoukon

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Jorge Luis Borges, «Το Σπίτι του Αστερίωνα»

Η δε [Πασιφάη] Αστέριον εγέννησε.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ, Βιβλιοθήκη, Γ΄, 1

Ξέρω πως με λένε φαντασμένο, ίσως και μισάνθρωπο, ίσως και τρελό. Οι κατηγορίες αυτές (που θα τις τιμωρήσω όταν έρθει η ώρα) είναι γελοίες. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι δε βγαίνω από το σπίτι μου, αλήθεια είναι όμως και ότι οι πόρτες του (άπειρες τον αριθμό*) είναι ανοιχτές μέρα και νύχτα τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ζώα. Όποιος θέλει, μπαίνει. Δεν θα βρει εδώ γυναικείες πομπές ούτε τις αλλόκοτες τελετουργίες των ανακτόρων, θα βρει όμως γαλήνη και απομόνωση. Θα βρει ακόμα κι ένα σπίτι που είναι μοναδικό σ’ όλη τη γη. (Ψεύδονται όσοι λένε πως στην Αίγυπτο υπάρχει ένα παρόμοιο.) Ακόμα κι οι συκοφάντες μου παραδέχονται πως σ’ ολόκληρο το σπίτι δεν υπάρχει ούτε ένα έπιπλο. Άλλη γελοιότητα είναι το ότι τάχα εγώ, ο Αστέριος, είμαι φυλακισμένος. Να το ξαναπώ ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωμένη πόρτα; Να προσθέσω ότι δεν υπάρχει ούτε μία κλειδωνιά; Ένα σούρουπο μάλιστα, βγήκα στο δρόμο∙ κι αν γύρισα εδώ πριν πέσει η νύχτα, ήταν γιατί με φόβισαν τα πρόσωπα του πλήθους, πρόσωπα ξεθωριασμένα και πλακουτσωτά, σαν ανοιχτή παλάμη. Ο ήλιος είχε βασιλέψει πια, αλλά απ’ το απελπισμένο κλάμα ενός παιδιού και τις ηλίθιες ικεσίες του όχλου, κατάλαβα πως μ’ είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έφευγε μακριά, έπεφτε στα γόνατα∙ μερικοί σκαρφάλωσαν στον στυλοβάτη του Ναού των Λάβρεων∙ άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος, αν δεν κάνω λάθος, έπεσε στη θάλασσα για να κρυφτεί. Δεν είναι τυχαίο που η μητέρα μου ήταν βασίλισσα: δεν μπορώ να συχνωτίζομαι με τον όχλο, αν και το ζητάει η ταπεινοφροσύνη μου.

Πάντως, είμαι μοναδικός. Δεν μ’ ενδιαφέρει τί μπορεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος στους άλλους∙ κι εγώ, σαν τον φιλόσοφο, είμαι της γνώμης ότι τίποτα δεν μπορεί να μεταδοθεί με την τέχνη της γραφής. Οι κοινότοπες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν καμία θέση στο πνεύμα μου, που είναι πλασμένο για τα σπουδαία∙ ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τί διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Κάποια γενναιόδωρη αδημονία δεν μου επέτρεψε να μάθω να διαβάζω. Καμιά φορά, μετανιώνω γι’ αυτό, γιατί οι νύχτες και οι μέρες είναι μεγάλες.

Να διευκρινίσω ότι δε μου λείπουν οι διασκεδάσεις. Σαν το κριάρι που χιμάει να κερατίσει, διασχίζω τρέχοντας τις πέτρινες στοές, ώσπου να σωριαστώ στο χώμα, ζαλισμένος. Κρύβομαι πίσω από μια στέρνα ή στη στροφή ενός διαδρόμου και καμώνομαι ότι με κυνηγούν. Έχει κάτι εξώστες, απ’ όπου αφήνομαι να πέφτω ώσπου να γεμίσω αίματα. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να παίξω τον κοιμισμένο, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά και βαριανασαίνοντας. (Κάπου κάπου κοιμάμαι στ’ αλήθεια∙ κάπου κάπου ανοίγω τα μάτια μου, και το χρώμα της μέρας έχει αλλάξει.) Απ’ όλα όμως τα παιχνίδια μου, αυτό που μ’ αρέσει πιο πολύ είναι να παίζω τον άλλο Αστέριο. Κάνω πως με επισκέπτεται και πως του δείχνω το σπίτι. Όλο ευγένεια και φιλοφρονήσεις του λέω: Τώρα επιστρέφουμε στην προηγούμενη διασταύρωση ή Τώρα βγαίνουμε σε μια άλλη αυλή ή Καλά το φαντάστηκα πως θα σου άρεσε τα φρεάτιο ή Κοίτα εδώ μια στέρνα που γέμισε άμμο ή Τώρα θα δεις πώς διακλαδώνεται το υπόγειο. Καμιά φορά κάνω λάθος, και τότε γελάμε κι οι δυο με την καρδιά μας.

Τα παιχνίδια αυτά δεν είναι το μόνο πράγμα που έχω κατεβάσει απ’ το κεφάλι μου∙ μ’ έχει απασχολήσει πολύ και το σπίτι. Όλοι οι χώροι του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές, και κάθε μέρος είναι ένα άλλο μέρος. Δεν υπάρχει μία αυλή, ένα πηγάδι, μία ποτίστρα, ένα παχνί∙ υπάρχουν δεκατέσσερα [= άπειρα] παχνιά, ποτίστρες, πηγάδια, αυλές. Το σπίτι είναι μεγάλο όσο και ο κόσμος∙ ή, μάλλον, είναι ο κόσμος. Νά όμως που, για να ‘χω εξαντλήσει τις αυλές με τα πηγάδια και τις κονισαλέες στοές από γκρίζα πέτρα, βγήκα μια μέρα στο δρόμο και είδα τον Ναό των Λάβρεων και τη θάλασσα. Αυτό δεν το ‘χα καταλάβει, μέχρι που ήρθε ένα όραμα της νύχτας και μου αποκάλυψε ότι οι ναοί και οι θάλασσες είναι πάλι δεκατέσσερις [= άπειρες]. Τα πάντα είναι πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, υπάρχουν όμως και δυο πράγματα στον κόσμο που δείχνουν να είναι μόνο μια φορά: πάνω, ο δυσνόητος ήλιος∙ κάτω, ο Αστέριος. Μπορεί και να ‘μαι εγώ που έπλασα τ’ αστέρια και τον ήλιο και το θεόρατο σπίτι, μα τώρα δεν θυμάμαι τίποτα.

Κάθε εννιά χρόνια, έρχονται στο σπίτι εννιά άνθρωποι για να τους λυτρώσω απ’ το κακό. Ακούω τα βήματά τους ή τις φωνές τους στα βάθη των πέτρινων στοών και τρέχω όλο χαρά να τους προϋπαντήσω. Η τελετή διαρκεί λίγα λεπτά. Ο ένας μετά τον άλλο σωριάζονται, χωρίς να λερώσω τα χέρια μου με αίμα. Εκεί που πέφτουν, εκεί μένουν, κι αυτό με βοηθάει να ξεχωρίζω τη μια στοά απ’ την άλλη. Δεν ξέρω ποιοι είναι, ξέρω όμως πως ένας από δαύτους, την ώρα που ξεψυχούσε, προφήτεψε πως κάποτε θα ‘ρχόταν κι ο δικός μου λυτρωτής. Από τότε, δεν με βαραίνει η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου ζει και μια μέρα θα προβάλει μέσ’ από τη σκόνη. Αν η ακοή μου μπορούσε να συλλάβει όλους τους ψιθύρους στον κόσμο, θα ξεχώριζα τα βήματά του. Είθε να με πάει σε κάποιον χώρο με λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς θα ‘ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Θα ‘ναι ταύρος ή άνθρωπος; Θα ‘ναι μήπως ταύρος με ανθρώπινο κεφάλι; Ή θα ‘ναι σαν κι εμένα;

Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούντζινο σπαθί. Δεν είχε μείνει ούτε σταγόνα αίμα.

«Θα το πιστέψεις, Αριάδνη;» είπε ο Θησέας. «Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.»

[πηγή: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Το Άλεφ, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 1991, σ. 59-61]

1Ο Μολόχ (Εβραϊκά Μολέκ απ’ το μελέκ = Βασιλιάς) ήταν θεός των Μωαβιτών και των Χαναναίων [Φοινίκων] στον οποίο θυσίαζαν ανθρώπους κι ιδιαίτερα παιδιά. Μεταφορικά, σημαίνει τον Θεό της σφαγής των ανθρώπων. Μνημονεύεται στη Βίβλο, σχετικά με τη θυσία των παιδιών.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΦΩΤΌ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙ ΜΠΟΡΧΕΣ – ΛΕΖΑΝΤΑ