Wall Street: Γενικό sell-off με τον S&P 500 σε νέο χαμηλό για το 2022 στις 3641 μονάδες

Στο γνώριμο για το 2022 κλίμα sell-off κινήθηκαν την Πέμπτη οι βασικοί χρηματιστηριακοί δείκτες της Wall Street, με τον γενικό S&P 500 να καταγράφει νέο χαμηλό για το τρέχον έτος, καθώς οι φόβοι των επενδυτών ότι μια ύφεση δεν θα είναι ικανή να σταματήσει την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) από το να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια εντείνονται.

Το sell-off ήταν εξαιρετικά ευρείας βάσης, καθώς σε κάποια φάση της συνεδρίασης, μόλις τρεις μετοχές του S&P 500 κινούνταν σε θετικό έδαφος

Στο ταμπλό, ο βιομηχανικός Dow Jones υποχώρησε κατά 458,13 μονάδες ή 1,54%, στις 29.225,61 μονάδες, με τον ευρύτερο S&P 500 να καταγράφει πτώση 77,64 μονάδων ή 2,09%, στις 3.641,40 μονάδες και τον τεχνολογικό Nasdaq να χάνει 314,13 ή 2,84%, στις 10.737,51 μονάδες.

  • Τα θετικότερα του αναμενομένου στοιχεία για τις αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας δεν βοήθησαν τις μετοχές, αντιθέτως επέτειναν την πτώση τους, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν ότι η μη αποδυνάμωση της αγοράς εργασίας θα οδηγήσει την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) σε συνέχιση της επιθετικής πορείας νομισματικής σύσφιγξης, μέσω αύξησης επιτοκίων, προκειμένου να χαλιναγωγηθεί ο καλπάζων πληθωρισμός.

Η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ επανέκαμψε “δριμύτερη” την Πέμπτη, κινούμενη περί το 3,753%.

Η πρόεδρος του παραρτήματος της Federal Reserve στο Cleveland, Loretta Mester, δήλωσε ότι στο σημερινό τους επίπεδο τα επιτόκια δεν είναι ακόμη περιοριστικά και χρειάζεται και άλλη δράση για να χαλιναγωγηθεί ο πληθωρισμός.

“Ο πληθωρισμός παραμένει ακόμη σε υψηλό 40 ετών”, δήλωσε η κ. Mester στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC. “Οπότε αυτή τη στιγμή η συζήτηση πρέπει να είναι τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να επιστρέψουμε σε σταθερότητα τιμών, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε μια υγιή οικονομία, δεν μπορούμε να έχουμε ισχυρή αγορά εργασίας στην πορεία του χρόνου εάν δεν επιστρέψει η σταθερότητα στις τιμές”, ανέφερε.

Η Mester τόνισε ότι η ίδια είναι “λίγο επάνω από το διάμεσο επίπεδο” μεταξύ των αξιωματούχων της Fed για το μέχρι πόσο θα πρέπει να αυξηθούν τα επιτόκια, κυρίως επειδή ο πληθωρισμός μοιάζει επίμονος.

“Δεν είμαστε ακόμη καν σε περιοριστικό έδαφος, οπότε ναι, έχουμε αυξήσει τα επιτόκια κατά 300 μονάδες βάσεις, αλλά δείτε πόσο ψηλά βρίσκεται ο πληθωρισμός”, κατέληξε.

Το ράλι της Τετάρτης ήρθε ως αποτέλεσμα της απόφασης της κεντρικής τράπεζας του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) να ξεκινήσει αγορές βρετανικών κρατικών ομολόγων, προκειμένου να σταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές και να ενισχύσει την σκληρά πιεζόμενη βρετανική λίρα. Η στερλίνα έχει υποχωρήσει το τελευταίο διάστημα σε ιστορικά χαμηλά έναντι του δολαρίου..

Νωρίτερα, ο Mark Haefele της UBS, σε σημείωμά του, είχε εκφράσει αμφιβολίες, που αποδείχθηκαν ορθές, για το κατά πόσον το ράλι στις αγορές την Τετάρτη σηματοδοτούσε το τέλος της πρόσφατης περιόδου της υψηλής μεταβλητότητας ή του κλίματος αποφυγής του επενδυτικού ρίσκου. “Για ένα πιο διαρκές και πραγματικό ράλι, οι επενδυτές χρειάζεται να δουν πειστικές αποδείξεις ότι ο πληθωρισμός τίθεται υπό έλεγχο, πράγμα που θα επιτρέψει στις κεντρικές τράπεζες να μετριάσουν την hawkish στάση τους”, είχε τονίσει.

Η Bank of America, εξάλλου, υποβάθμισε τη σύστασή της για τη μετοχή της Apple από buy σε neutral, καθώς όπως εκτιμά, η μετοχή έχει υπεραποδώσει, θεωρούμενη ως “ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο”, ωστόσο η μειωμένη καταναλωτική ζήτηση θα οδηγήσει την επόμενη χρονιά σε αρνητικές μεταβολές στα μεγέθη του τεχνολογικού κολοσσού. Η μετοχή της εταιρείας υποχώρησε 4,91%.

Ο Σεπτέμβριος φαίνεται εξάλλου να επιβεβαιώνει την κακή του φήμη, καθώς είναι ο χειρότερος μήνας για τον S&P 500 από το 1950, με μέσες απώλειες 0,5%, σύμφωνα με το Stock Trader’s Almanac. Τον Σεπτέμβριο του 2022, ο S&P 500 έχει χάσει 8,5%.

Ο δε Οκτώβριος εμφανίζει κατά μέσο όρο άνοδο 0,8%, ωστόσο είναι γνωστός ως μήνας των κραχ στην αγορά.

Μεταξύ των 30 μετοχών του Dow, μόλις 2 κινήθηκαν με θετικό πρόσημο και 28 με αρνητικό. Κέρδη κατέγραψαν εκείνες των Travelers Cos. και Visa, ενώ των απωλειών ηγήθηκαν εκείνες των Boeing, Walgreens Boots Alliance, Apple.

Νέα απροσδόκητη υποχώρηση των αιτήσεων για επιδόματα ανεργίας
Νέα απροσδόκητη υποχώρηση εμφάνισε ο αριθμός των Αμερικανών που υπέβαλαν νέες αιτήσεις για λήψη επιδόματος ανεργίας, με την αγορά εργασίας να δείχνει εντυπωσιακή ανθεκτικότητα απέναντι στις πιέσεις που φέρνουν οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων της Fed και η επιβράδυνση της ζήτησης.

Ειδικότερα, την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου υποβλήθηκαν 193.000 νέες αιτήσεις επιδόματος ανεργίας, αριθμός μειωμένος κατά 16.000 από την εβδομάδα που είχε προηγηθεί.

Χαρακτηριστικό της τάσης που εμφανίζει η αγορά εργασίας είναι ότι αναλυτές σε έρευνα του Reuters ανέμεναν ένα σημαντικά υψηλότερο αριθμό αιτήσεων, στις 215.000.

Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αναφορές για απολύσεις εργαζομένων από ορισμένες εταιρείες, οι αιτήσεις παραμένουν στο κάτω όριο του εύρους των 168.000 με 252.000 εντός του 2022.

Παράλληλα, τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ έδειξαν επίσης ότι μειώθηκε και ο αριθμός των αιτήσεων για διατήρηση επιδόματος ανεργίας, κατά 29.000 στα 1,347 εκατ. την εβδομάδα που ολοκληρώθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου.

Tην συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας το α’ εξάμηνο του 2022 επιβεβαίωσαν, εξάλλου, τα αναθεωρημένα στοιχεία που είδαν σήμερα το φως της δημοσιότητας.

Ειδικότερα, το αμερικανικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 0,6% το προηγούμενο τρίμηνο, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση στην τρίτη της εκτίμηση για την οικονομία, αφήνοντας αμετάβλητη την προηγούμενη μέτρηση. Το πρώτο τρίμηνο η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 1,6%.

Η κυβέρνηση αναθεώρησε επίσης τα στοιχεία για το ΑΕΠ από το τέταρτο τρίμηνο του 2016 μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2021. Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας από την πανδημία της COVID-19 ήταν τελικά πιο ισχυρή σε σύγκριση με την αρχική μέτρηση.

Ειδικότερα, μετά τις αναθεωρημένες μετρήσεις, το αμερικανικό ΑΕΠ εμφανίζεται κατά 1% υψηλότερο απ’ ό,τι προηγουμένως, σε προσαρμοσμένη βάση για το πληθωρισμό, ή κατά περίπου 200 δισ. δολ. στο τέλος του 2021.