Ήταν ένας από εκείνους τους ηθοποιούς που κουβαλάμε μέσα μας, τους ωραίους ρολίστες των ελληνικών ταινιών.
Ο Παπαγιαννόπουλος, ο Διανέλλος, o Παντελής Ζερβός. Με την υποκριτική, σα να μην έπαιζαν, με την συγκίνηση, το βούρκωμα, την συντριβή, να συναντιούνται στα ιδία, όλο ρυτίδες πρόσωπα με την χαρά, την ανακούφιση, το αστείο. Παπάδες, μπαμπάδες κυρίως, βαρκάρηδες, μέλη της εργατικής συνήθως, τάξης. Δεύτεροι ρόλοι, σου λέει, που όμως ακόμα, αν πέσεις πάνω σε ταινία τους, κολλάς και θαυμάζεις, εκείνη την δεξιοτεχνία να ανακλούν συναισθήματα και να στα δείχνουν φτιάχνοντας χαρακτήρες και ζωές, που μοιάζουν αβίαστοι και απλοί κι ας έχουν τόνους δουλειάς από πίσω. Ηθοποιοί!
Και τέχνη τους, λατρεμένη, όσο διαρκεί η γενιά τους. Ερμηνευτές με τα σώματα τους, να κάνεις έτσι και να, να μπορείς να αγγίξεις τον άνθρωπο και την τέχνη του! Ο Παντελής Ζερβός πέθαινε 22 Ιανουαρίου, έχοντας ζήσει πριν μια ζωή με σπουδαίους ρόλους στο θέατρο, πολλές ταινίες, εξαιρετικές επιτυχίες, αποθεώσεις στην Επίδαυρο και στη κυψέλη του Θεάτρου Τέχνης, που άλλαξε το θέατρο στη χώρα. «Ο Χρόνος τα παίρνει στο τέλος όλα, είτε μας αρέσει, είτε όχι» γράφει ο Στίβεν Κινγκ. Όλα; Όχι η προσπάθεια του εξορκισμού του με την ανάμνηση και άμα πιάσει, έπιασε…
Γράφει η Αλεξάνδρα Τσόλκα
Ο Παντελής Ζερβός, λοιπόν, έζησε την απώλεια από νωρίς. Γεννήθηκε, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1908 στη Περαχώρα Λουτρακίου και πέθανε στις 22 Ιανουαρίου 1982, στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο Αττικής.
Διάλεξε να επιστρέψει για τελευταία κατοικία εκεί που ήταν η πρώτη. Εκεί που γεννήθηκε. Την μάνα του, την έχασε 4 μόλις χρόνων, χωρίς προλάβει να χει ανάμνηση της. Ο πατέρας του, που ήταν παπάς, πέθανε, όταν ο Παντελής ήταν 8 ετών, σε ηλικία που καταλάβαινε τι σημαίνει να χεις σπίτι και να το χάνεις, γονιό που να χάνεται και να σε κλείνουν σε ορφανοτροφείο. Οι συγγενείς δεν είχαν χώρο για εκείνον.
Τον έβαλαν στον Τζάνειο. Νωρίς θα φύγει. Θα πηγαίνει στο Σχολαρχείο, θα το τελειώσει, θα κάνει ότι δουλειά βρίσκει χωρίς να βαρυγκωμά. Μαθαίνει τέλεια αγγλικά. Θα υπηρετήσει στο Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό. Με τη στολή του ναυτικού, αφού διακριθεί σε διαγωνισμό ταλέντων της Λυρικής, γιατί είχε σπουδαία φωνή, θα πάει να δώσει εξετάσεις στο νέο και πολλά υποσχόμενο Θέατρο Τέχνης.
Ο Κουν θα ακούσει ένα γάργαρο νεανικό γέλιο, ενώ εξετάζει. Θα βγει να δει ποιος γελάει τόσο ιδιαίτερα. Ένας ναύτης! Θα γίνει από τους θεμέλιους λίθους του Τέχνης. Επίδαυρος πολύ! Κλασσικό ρεπερτόριο και δύσκολοι ρόλοι. Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης, Ελληνική Σκηνή του σπουδαίου Ροντήρη, δικό του θίασος και κάποτε και μέχρι το τέλος της ζωής του, πρωταγωνιστής του Εθνικού Θεάτρου! Ήταν θερμός οπαδός του Παναθηναϊκού. Κάπνιζε και του άρεσε η παρέα και το καλό φαγητό. Πηρέ βραβεία, παράσημα απ το ελληνικό έθνος, γνώρισε τιμές. Και σακατεύτηκε για πάντα η ζωή του, από τη θέληση μιας κακής μοίρας, που τον βάραινε πάντα με απώλειες, απόγνωση και ορφάνευα.
Ο Παντελής Ζερβός είχε νέος ερωτευτεί την ωραία Μαρία του, μια μελαχρινή καλομεγαλωμένη Σαντορινιά. Κάναν τρείς κόρες. Τρεις χαϊδεμένες μικρούλες που έμοιαζαν να ζουν μόνο καλοκαιριά σε Φάληρο και Σαντορίνη. Ταξίδια, παιχνίδια, βιβλία, κούκλες, μεγάλοι λευκοί φιόγκοι στα μαλλιά, ελευθερία στα βράχια της Θήρας, μπλε και πορτοκαλί. Όπως η θάλασσα και ο ήλιος. Ο Παντελής στις τέσσερις γυναίκες του, χατίρι δε χαλάει! Σίγουρος πως διασκεδάζουνε το καλοκαίρι τους στην Σαντορίνη, εκείνος δουλεύει πυρετωδώς για άλλη μια μεγάλη παράσταση στην Επίδαυρο.
Είναι Ιούλιος του 1956. Ο φονικός σεισμός, πρωί Δευτέρας, ζηλεύοντας το νησί, το ισοπεδώνει όλο! Χαλασμός και ερείπια, μέσα σε στιγμές. Το μικρό κορίτσι, η Ευδοξία, θάβεται στο σπίτι των παππούδων της, τσακισμένο κορμάκι στα χαλάσματα, θαμμένο κάτω από τόνους σκόνης, ξύλου, ασβέστη. Δεν πρόλαβε, μικρό αυτό, να πηδήξει έξω όπως η μάνα του και οι αδελφές του! Πρωί χάθηκε το κορίτσι, που για άλλους ήταν 8 ετών και για άλλους 11. Τι σημασία έχει, αστεράκι ήταν και έσβησε και πάει…
Βράδυ, λίγο πριν βγει ο πατέρας στην σκηνή, να μετρηθεί με τους ρόλους και το κοινό, να ιδρώσει για την τέχνη, να περάσει πάθη για τους ανθρώπους, για την κάθαρση τους, να νέα απ τη Σαντορίνη έχουν φτάσει. «…Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα», του ψιθυρίζουν ενώ πατάει το σανίδι. Σαν υπνωτισμένος, βγαίνει στο φως της παράστασης. Παίζει. Τελειώνει.
Υποκλίνεται. Το κοινό δεν ξέρει… το κοινό μόνο θέλει… Οκτώ φορές, εκείνο το βράδυ, τον ζητάνε στη σκηνή για τον χειροκροτήσουν. Σε ύπνωση βαθιά σχεδόν και τις οκτώ φορές υποκλίνεται μπροστά τους! Σαν σωπάσουν τα παλαμάκια, γυρνά στο καμαρίνι του. Η ύπνωση τελειώνει. Σωριάζεται λιπόθυμος στο πάτωμα. Πότε πια δεν θα είναι ο ίδιος. Όμως, το βάσανο δεν τέλειωσε εδώ. Σαν τους τραγικούς ήρωες που έβλεπε τα παθήματα τους στην Επίδαυρο, οι θεοί είχαν και άλλον, περισσότερο πόνο για αυτόν…
… Η Μαρία σακατεμένη, μοιάζει να μην αντέχει άλλον σπαραγμό. Εκείνη βγήκε, σώθηκε. Και άφησε πίσω το παιδί! Ποιος ξέρει σε τι βάθη ωκεανών θλίψης βυθιζόταν η ψυχή της. Δεν ξαναπήγε στην Σαντορίνη! Να προστατεύει ότι μπορεί, παλεύει ο Παντελής Ζερβός και τρία χρόνια μετά το θάνατο του παιδιού, πήγαινε εκείνος στο νησί για την εκταφή. Και εκεί, στα ηφαιστειώδη βράχια της Θήρας, η τραγωδία κορυφώνεται καταστροφικά.
Το παΐδι είχε θαφτεί ζωντανό! Ο σκελετός της δεν ήταν ανάσκελα, αλλά στο πλάι, γιατί το κορμάκι γύρευε να βρει διέξοδο και να σωθεί και το στόμα ήταν ανοιχτό στην εναγώνια προσπάθεια για να πάρει ανάσα. Το σήκωσαν απ τα έρεπα, το κοίταξαν τραυματισμένο και το έθαψαν βιαστικά γιατί οι αρχές φοβόταν τις μολυσματικές ασθένειες απ τις σωρούς των σκοτωμένων.
Τα τραύματα της Ευδοξούλας δεν ήταν θανατηφόρα. Άνοιξε τα μάτια, προσπάθησε να γεμίσει τα πνευμονία της, πάλεψε για λίγο και τελικά παραδόθηκε, από ασφυξία, στο σκοτάδι. Ο Παντελής Ζερβός κράτησε αυτή την αποτρόπαιη και ασήκωτη για γονιό μυστικό απ την Μαρία του και από τον κόσμο όλο. Μόνο λίγο πριν το θάνατό του εξομολογήθηκε αντί για παππά σε δημοσιογράφο ένα δειλό, σκεπτικό: «…εκείνες τις τραγικές μέρες στη Σαντορίνη, όποιον σκουντούσαν και δεν σάλευε, τον έθαβαν αμέσως για λόγους υγείας καθώς τα μέσα ήταν ανύπαρκτα….»…
Συνέχισε να παίζει, να παίρνει υμνητικές κριτικές, να συναντιέται με τα ιερά τέρατα της εποχής σαν ισιος, να δημιουργεί, να ζει, να λαμβάνει βραβεία και παράσημα. Και πριν κλείσει τα μάτια του στις 22 Ιανουάριου, είχε ήδη, μισοξεράνει στο βράχο της Σαντορίνης, σκύβοντας πάνω από ότι είχε απομείνει από παιδικό κορμί. «Ο Χρόνος τα παίρνει στο τέλος όλα, είτε μας αρέσει, είτε όχι», λοιπόν, αλλά τώρα, όσες φορές κι αν δούμε τον Ζερβό στις ταινίες του στις τηλεόραση, πώς να μη σταθούμε σε εκείνη την αδιόρατη μελαγχολία στα μάτια του, σαν οι σκιές μέσα του να παλεύουν για ανάσες…