Τα ΜΜΕ λιβανίζουν την κυβέρνηση. Φταίνε οι ιδιοκτήτες τους; Όχι βέβαια. Δεν γράφουν αυτοί τις εφημερίδες…

Toυ Γ. Λακόπουλου

Είναι κατάκτηση των δυο τελευταίων αιώνων: σε μια δημοκρατική χώρα καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να λέει και να κάνει ό,τι θέλει, παραβλέποντας τους τους θεσμούς, τους νόμους, την κοινή λογική,  το δημόσιο αίσθημα για τη χρηστή άσκηση  διακυβέρνησης.

Γιατί δεν μπορεί; Γιατί όταν το επιχειρεί βρίσκει μπροστά της τα ΜΜΕ. Δηλαδή τη δημοσιογραφία. Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις στο δυτικό κόσμο με τους δημοσιογράφους να κατεδαφίζουν κυβερνήσεις, κάνοντας απλώς  τη δουλειά τους.

Στάθηκαν απέναντι στο ψεύδος, την εξαπάτηση, την παραβίαση υποσχέσεων, τις παρασκηνιακές αλχημείες,  τις παράνομες  πράξεις και ότι άλλο αλλοιώνει τον χαρακτήρα της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.

Ο Τραμπ πετάει έξω από τις συνεντεύξεις του δημοσιογράφους, γιατί δεν χασκογελούν όταν τον συναντούν, αλλά τον ελέγχουν. Και στην Ελλάδα άνθιζε για πολλές δεκαετίες αυτό το είδος δημοσιογραφίας- και κάπου επιβιώνει ακόμη.  Αλλά όχι στην έκταση που απαιτούν οι περιστάσεις και επιτρέπουν τα μέσα που έχει στη διάθεση του ο δημοσιογράφος.

Αν στη χώρα ήταν η κυρίαρχη αυτή η δημοσιογραφία δεν θα γινόμασταν τις τελευταίες μέρες μάρτυρες κυβερνητικής παραπληροφόρησης με τους δημοσιογράφους παρόντες, να σαλιαρίζουν αντί να  αντιδρούν.

Π.χ. δεν θα μπορούσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να λέει -τετ α τετ σε δημοσιογράφους – ότι έδωσε… εντολή να διορθωθούν στα λάθη στις διοικήσεις των νοσοκομείων. Και κανείς να μην του επισημαίνει ότι -είναι γνωστό και δεν διαψεύσθηκε – ο ίδιος προσωπικά πήρε μέρος σε συναλλαγές γι’ αυτούς τους διορισμούς.

Ότι κάλεσε στο γραφείο του κακόφημο τοπικό πολιτευτή του ΛΑΟΣ και του Καμμένου και του ζήτησε να μην πολιτευτεί, αλλά να στηρίξει τη ΝΔ και σε αντάλλαγμα να τον διορίσει πρόεδρο νοσοκομείου- όπως και έκανε. Ποια λάθη και κουραφέξαλα;

Δεν θα μπορούσε επίσης ο Πρωθυπουργός να λέει σε δημοσιογράφους ότι οι σκηνές αστυνομικής βίας που είδαν οι πολίτες -και ορισμένοι την υπέστησαν -είναι παραπληροφόρηση. Να ισχυρίζεται δηλαδή ότι ο Ινδαρές και όσοι ακόμη κακοποιήθηκαν δεν ξέρουν τι τους συνέβη.

Δεν θα μπορούσε ο Πρωθυπουργός, ο αρμόδιος υπουργός και άλλοι συνάδελφοί του να μιλούν για τους αστυνομικούς όχι σαν όργανα που περιφρουρούν την εφαρμογή το νόμου, αλλά σαν παιδαγωγούς της κοινωνίας  και «Ελληνόπουλα με το εθνόσημο» που … κακολογούνται. Σε λίγο θα ρίξουν το φταίξιμο στις «Λαμπράκισες με τις με τις μαύρες κάλτσες»

Αν υπήρχε αυτή η δημοσιογραφία θα είχε κρεμαστεί ήδη στο τσιγκέλι ο υπουργός -με το βαρύ μητρώο αναχρονισμών που τον βαρύνει -που τάχθηκε αγοραία  κατά των  αμβλώσεων. Κανείς δημοσιογράφος δεν ρώτησε τον κυβερνητικό εκπρόσωπο αν αυτό είναι κυβερνητική θέση.

Άφησαν τον σκοταδιστή να υπονομεύει προκλητικά κατακτήσεις της κοινωνίας για τις οποίες χρειάσθηκαν αγώνες  -ειδικά από τις γυναίκες -και να το προβάλλει ως… αγωνία του για το έθνος.

Αυτή η κυβέρνηση στηρίζεται στους μιντιάρχες και τους οικονομικούς παράγοντες που την ανέδειξαν. Αλλά δεν ευθύνονται αυτοί για την ασυλία  που απολαμβάνει στα ΜΜΕ.

Ευθύνεται η δημοσιογραφική αφασία που επιτρέπει στο ψεύδος και την προπαγάνδα να κυριαρχούν στον κυβερνητικό λόγο.

Οι εκδότες και οι ιδιοκτήτες μπορούν να έχουν όποια σχέση θέλουν με την Κυβέρνηση. Αλλά δεν γράφουν αυτοί τις εφημερίδες. Το κάνουν δημοσιογράφοι. Και δεν τους τιμά  όταν το κάνουν με τον  χειρότερο τρόπο.

Σε πολλά ΜΜΕ έχουν εγκαταλείψει το ρεπορτάζ και την έρευνα και  μηρυκάζουν ό,τι τους πετάει η κυβέρνηση με τα «non parers».

Εμφανίζουν ως συνεντεύξεις κείμενα με ερωτήσεις και απαντήσεις που έχουν γράψει οι συνεντευξιαζόμενοι. Ποιος παλιός αρχισυντάκτης θα το δεχόταν αυτό;

Καταπίνουν αμάσητα όσα διακινούν τα γραφεία Τύπου και δεν αντιλέγουν ποτέ σε ισχυρισμούς κυβερνητικών παραγόντων, ζητώντας τους αποδείξεις. Δέχονται απαντήσεις, αλλά δεν κάνουν ερωτήσεις.

Χαριεντίζονται με εκπροσώπους της κυβέρνησης, όχι για να συλλέγουν πληροφορίες, αλλά για να φιλοτεχνούν το προφίλ τους και να διακινούν ό,τι βλάπτει τους αντιπάλους τους.

Στις πιο θλιβερές περιπτώσεις κάνουν τους διαμεσολαβητές ανάμεσα σε υπουργούς και οικονομικούς παράγοντες και συνδράμουν να κλειστούν  «δουλειές».

Αυτά τα φαινόμενα δεν είναι αποτέλεσμα εκδοτικής πολιτικής των ιδιοκτητών. Είναι συμπτώματα εγκατάλειψης της δημοσιογραφίας από  τους δημοσιογράφους.

Ρωτήστε στα εορταστικά τραπεζώματα με δημοσιογράφους που οργανώνουν αυτές τις μέρες από τον Πρωθυπουργό μέχρι τον τελευταίο υφυπουργό. Ποιος Πρωθυπουργός θα τολμούσε να εμπαίζει τους παλιούς πολιτικούς συντάκτες στις συναντήσεις του μαζί τους και αυτοί να χασκογελούν; Πλην ελάχιστον εξαιρέσεων που  ως επαγγελματίες δεν αισθάνονται …τιμή που συνομιλούν με τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας- όταν αυτός έπρεπε να τρέμει που βρίσκεται ενώπιόν τους.

Οι παλιοί ξέρουν με πόσο σεβασμό μιλούσαν οι Πρωθυπουργοί στον Γιώργο Βότση, τον Γιάννη Μαρίνο, τον Γιάννη Φάτση, τον Σταύρο Ψυχάρη, τον Χρ. Πασαλάρη, τον Παν. Λαμπρία και άλλους, που είχαν τις προτιμήσεις τους, αλλά και επαγγελματική αξιοπρέπεια.

Υ: Προβεβλημένος πολιτικός στις ανακοινώσεις που στέλνει στους  δημοσιογράφους τους αποκαλεί «αγαπητούς συνεργάτες». Και δεν τον έχουν εξαφανίσει από τη δημοσιότητα.

Μετά κάποιοι απορούν γιατί η κυβέρνηση διαδίδει ότι δεν ψηφίσθηκε για  να λύσει προβλήματα, αλλά για να … διώξει τον Τσίπρα!