Τα Hedge Funds και η «παραπλανητική» ονομασία τους – 10/1

HEDGE FUNDS: Το αντισταθμιστικό κεφάλαιο (αγγλικά: hedge fund, ο ακριβής όρος αποδίδεται στα ελληνικά ως «αντισταθμιστικό αμοιβαίο κεφάλαιo υψηλού κινδύνου») είναι επενδυτικά κεφάλαια που μπορούν να ενσωματώνουν μια ευρύτερη γκάμα επενδύσεων και χρηματοοικονομικών προϊόντων σε σχέση με άλλα επενδυτικά μοντέλα.

  • Αυτά όμως τα αμοιβαία κεφάλαια είναι διαθέσιμα μόνο σε συγκεκριμένους επενδυτές όπως τα Ασφαλιστικά Ταμεία, Ιδρύματα, Πανεπιστημιακά κληροδοτήματα και επενδυτές με πολύ υψηλά ποσά προς επένδυση.
  • Το επιτρεπόμενο είδος των επενδυτών καθορίζεται από τις ρυθμιστικές αρχές της κάθε χώρας.
  • Τα hedge funds είναι συνήθως ανοιχτά, δηλαδή ο επενδυτής μπορεί να επενδύσει επιπλέον κεφάλαια ή να αποσύρει μέρος του κεφαλαίου του σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.
  • Η αξία μιας επένδυσης σε hedge fund υπολογίζεται ως ποσοστό της καθαρής αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι αυξήσεις και μειώσεις της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του αμοιβαίου κεφαλαίου αντικατοπτρίζονται άμεσα στο ποσό που ένας επενδυτής μπορεί αργότερα να αποσύρει.

Οι διαχειριστές των hedge funds συνήθως επενδύουν και δικά τους κεφάλαια στο χαρτοφυλάκιο που διαχειρίζονται, ώστε να ευθυγραμμίζονται τα συμφέροντά τους με τους άλλους επενδυτές. Ο διαχειριστής επενδύσεων ενός hedge fund λαμβάνει συνήθως ετήσια αμοιβή διαχείρισης (management fee), η οποία υπολογίζεται ως ένα ποσοστό της συνολικής άξιας των επενδεδυμένων κεφαλαίων ετησίως, και μία αμοιβή επιτυχίας (success fee), αν η καθαρή αξία των επενδεδυμένων κεφαλαίων αυξηθεί.

  • Επειδή τα hedge funds πωλούνται σε περιορισμένους επενδυτές, τα κεφάλαια και οι διαχειριστές τους δεν υπόκεινται στους ίδιους περιορισμούς που διέπουν άλλες επενδύσεις.
  • Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση ψήφισαν νέους κανονισμούς μετά την κρίση του 2008 με στόχο την αύξηση της κρατικής εποπτείας των hedge funds και την εξάλειψη ορισμένων ρυθμιστικών κενών.

Τα «hedge funds» αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος επενδυτικών κεφαλαίων, τα οποία διακρίνονται από έντονα κερδοσκοπικές τοποθετήσεις – προσφέροντας μεγάλες ευκαιρίες, σε συνδυασμό με εξίσου μεγάλους κινδύνους.


Το τυπικό χαρακτηριστικό ενός hedge fund είναι η χρήση παραγώγων προϊόντων, καθώς επίσης ανοιχτών πωλήσεων. Ακριβώς εδώ οφείλεται η «παραπλανητική» ονομασία τους, αφού η ύπαρξη των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, επιτρέπει την ασφάλιση (hedging) των επενδύσεων σε μετοχές ή σε άλλα αξιόγραφα.


Για παράδειγμα, εάν αγοράσει κάποιος μετοχές, ευελπιστώντας στην άνοδο της τιμής τους, έχει τη δυνατότητα να ασφαλισθεί απέναντι σε ενδεχόμενη πτώση τους – εάν ταυτόχρονα συνάψει ένα «πτωτικό» συμβόλαιο παραγώγων ή πουλήσει κάποιες άλλες, αφού προηγουμένως τις δανειστεί από τον ιδιοκτήτη τους.

Το πρώτο επενδυτικό κεφάλαιο αυτού του είδους ιδρύθηκε το 1949 από τον κ. W. Jones, ο οποίος πούλησε «ανοιχτά» μετοχές που δανείσθηκε από τους ιδιοκτήτες τους (επιβαρυνόμενος με τόκους), για να τις αγοράσει αργότερα σε χαμηλότερη τιμή (προφανώς, περίμενε πτώση της τιμής τους) και να τις επιστρέψει – κερδίζοντας τη διαφορά. Ο Jones, με τα χρήματα που εισέπραξε από τις μετοχές που πούλησε, αγόρασε άλλες, για τις οποίες ανέμενε άνοδο της τιμής τους.

Έτσι «εφευρέθηκε» η πρώτη στρατηγική των επενδυτικών κεφαλαίων (Long-Short), για την οποία δεν απαιτούνταν ουσιαστικά κεφάλαια, αλλά «εμπορική πίστη». Εάν δηλαδή ο ιδιοκτήτης των μετοχών τις δάνειζε στον αγοραστή, εμπιστευόμενος ότι θα του τις επέστρεφε αργότερα, οι κεφαλαιακές ανάγκες του αγοραστή θα ήταν μηδενικές.

Για την «εκπλήρωση» αυτής της στρατηγικής απαιτείται η εύρεση μετοχών, η τιμή των οποίων θα μειωθεί εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος, καθώς επίσης άλλων αξιών (εμπορευμάτων, μετοχών κλπ), η τιμή των οποίων θα αυξηθεί εντός του ιδίου χρονικού διαστήματος. Η διπλή αυτή δυνατότητα επίτευξης κέρδους, η οποία δεν απαιτεί ουσιαστικά κεφάλαια, εφόσον επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, είχε σαν αποτέλεσμα το να αναπτυχθεί ο συγκεκριμένος τομέας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια άνθισε σε μεγάλο βαθμό.

ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ: Μετά την αποτυχία της εταιρείας Long-Term Capital Management (LTCM) το 1998 και δεδομένου ότι τα hedge funds άρχισαν να αποκτούν όλο και σημαντικότερη παρουσία στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, εντάθηκαν οι ανησυχίες από την πλευρά διάφορων policy-makers για την πιθανή πρόκληση συστημικού κινδύνου εξαιτίας τους. Ο συστημικός κίνδυνος αφορά στον κίνδυνο της αστάθειας σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σε αντίθεση με την αστάθεια μιας και μόνο εταιρείας. Ο κίνδυνος μπορεί να προκύψει μετά από ένα αποσταθεροποιητικό γεγονός ή γεγονότα που επηρεάζουν μια ομάδα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της επενδυτικής τους δραστηριότητας.

  • Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θέσης, τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο με δύο τρόπους:
  • Πρώτον, η αποτυχία ενός hedge fund μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση ενός μεγάλου χρηματοπιστωτικού οργανισμού που έχει άμεση έκθεση στο εν λόγω hedge fund.
  • Στην υπόθεση LTCM, 17 αντισυμβαλλόμενοι, κυρίως τράπεζες, θα είχαν υποστεί απώλειες 3-5 δις. δολαρίων εάν η LTCM δεν είχε διασωθεί από ομάδα των αντισυμβαλλομένων της.
  • Δεύτερον, η αποτυχία ενός hedge fund ενδέχεται να προκαλέσει διαταραχή στις αγορές με έμμεσο τρόπο, κάτι που σύμφωνα με το Basle Committee προκαλεί εντονότερη ανησυχία από το πρώτο ενδεχόμενο.

Σύμφωνα με τον Timothy Geithner, πρώην πρόεδρο της Federal Reserve Bank of New York, αυτό που χαρακτηρίζει την δυναμική των οικονομικών κρίσεων είναι ο συνδυασμός μιας απότομης ανόδου στην αντίληψη κινδύνου και των επακόλουθων κινήσεων από την πλευρά των επενδυτών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να μειώσουν την έκθεσή τους σε πιθανές μελλοντικές απώλειες, όπως η μείωση των θέσεών τους, η ειδοποίηση περιθωρίου και κινήσεις αντιστάθμισης περαιτέρω απωλειών, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ακόμη μεγαλύτερες πτώσεις στις τιμές και να ενισχύεται περαιτέρω η αντίληψη κινδύνου, κάτι που μεγεθύνει τις επιπτώσεις του αρχικού σοκ.

  • Στον απόηχο της υπόθεσης LTCM, το Basle Committee εντόπισε αρκετούς λόγους για τους οποίους τα hedge funds μπορεί να αποτελέσουν πηγή κινδύνου για τις χρηματοοικονομικές αγορές:
  • α) η χρήση μόχλευσης συνεπάγεται ότι τα hedge funds μπορούν να επιτείνουν τις κινήσεις της αγοράς σε περίπτωση που υποχρεωθούν να πουλήσουν τίτλους για να καλύψουν την ειδοποίηση περιθωρίου,
  • β) τα hedge funds συνήθως λαμβάνουν παρόμοιες θέσεις και συνήθως επενδύουν σε δύσκολα ρευστοποιήσιμους τίτλους, με αποτέλεσμα να επιτείνεται περαιτέρω το forced selling,
  • γ) το φαινόμενο ενισχύεται όταν οι traders/brokers που προχωρούν σε ειδοποίηση περιθωρίου προτρέχουν των hedge funds,
  • δ) πολλά hedge funds έχουν μικρή διάρκεια ζωής, κάτι που σημαίνει ότι εστιάζουν σε βραχυπρόθεσμες στρατηγικές που συνδυάζονται με υψηλότερο ρίσκο.

Σύμφωνα με τους Chan, Getmansky, Haas και Lo, τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο λόγω των διαφορών στο προφίλ ρίσκου/απόδοσης που παρουσιάζουν από τις παραδοσιακές επενδύσεις. Υποστηρίζουν ότι από την κρίση του 1998 αναδύονται δύο βασικά θέματα: η σημασία της ρευστότητας και το απρόβλεπτο των συσχετίσεων (correlations) μεταξύ εργαλείων και χαρτοφυλακίων που θεωρούνταν ασύνδετα. Επειδή πολλά hedge funds χρησιμοποιούν μόχλευση, οι θέσεις τους είναι συχνά πολύ μεγαλύτερες από τις εγγυήσεις (collateral) που στηρίζουν αυτές τις θέσεις.

Η μόχλευση λειτουργεί ως μεγεθυντικός φακός που μεγεθύνει ευκαιρίες μικρού κέρδους σε μεγαλύτερες, αλλά και μικρότερες απώλειες σε μεγαλύτερες απώλειες. Δυσμενείς, όμως αλλαγές στις τιμές της αγοράς, που μειώνουν την αγοραία αξία της εγγύησης μπορούν να οδηγήσουν στη ρευστοποίηση μεγάλων θέσεων σε μικρό διάστημα, η οποία μπορεί να προκαλέσει χρηματοοικονομικό πανικό. Επομένως, όταν πολλά hedge funds αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση σε μία δεδομένη στιγμή, αυτό μπορεί να προκαλέσει μία παγκόσμια οικονομική κρίση, κι αυτό είναι συστημικός κίνδυνος.

  • Ωστόσο, οι ισχυρισμοί ότι τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής.
  • Ο οικονομικός συγγραφέας Sebastian Mallaby θεωρεί ότι τα hedge funds έχουν την τάση να είναι «αρκετά μικρά για να καταρρεύσουν», δεδομένου ότι τα περισσότερα είναι σχετικά μικρά σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που διαχειρίζονται, και συνήθως λειτουργούν με χαμηλή μόχλευση, περιορίζοντας έτσι τη δυνητική βλάβη στο οικονομικό σύστημα, εάν κάποιο από αυτά αποτύχει.
  • Οι Ferguson και Laster θεωρούν ότι συνολικά τα hedge funds παρέχουν ρευστότητα και σταθερότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενισχύοντας τις τιμές περιουσιακών στοιχείων των οποίων οι αξίες έχουν σημειώσει απότομη πτώση, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στον περιορισμό του συστημικού κινδύνου.

Μελέτη της βρετανικής ρυθμιστικής αρχής Financial Services Authority (FSA) το 2010 κατέληξε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις πως τα hedge funds ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σημειώνει ότι οι τράπεζες δεν εμφανίζουν συγκεντρωμένη έκθεση στα hedge funds και επίσης ότι τα hedge funds χρησιμοποιούν χαμηλή μόχλευση, με αποτέλεσμα κανένα hedge fund από μόνο του να μην ενέχει σημαντικό συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.