
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται η προσπάθεια των τραπεζικών ιδρυμάτων να προσελκύσουν καταθέσεις. Σημαία τους, τα υψηλότερα επιτόκια στα καταθετικά/αποταμιευτικά προγράμματα, χάρη στην αντίστοιχη αύξηση εκείνων της ΕΚΤ. Πόσο απέχουν όμως από την απόδοση (στη λήξη) των κρατικών και εταιρικών μας ομολόγων; Ποιες είναι οι παγίδες και ποια είναι τελικά η καλύτερη επιλογή;
Σε ένα τόσο έντονα πληθωριστικό περιβάλλον όπως το υφιστάμενο, η ούτως ή άλλως ανάγκη για επένδυση είναι πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς τα χρήματα που απλά αποταμιεύονται χωρίς επιτόκιο χάνουν σημαντικό μέρος της αξίας τους στο πέρας του χρόνου. Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει 10% πληθωρισμό για τον μήνα Ιανουάριο, πέριξ των ιστορικών υψηλών της και υπερδιπλάσιο σε σχέση με ό, τι είχε συναντήσει στη σύντομη ζωή της.
Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε σε επενδύσεις «σταθερής απόδοσης», ήτοι σε επιλογές που προσφέρουν κατά βάση ένα προϋπολογισμένο ετησιοποιημένο ποσοστιαίο κέρδος, ώστε τη στιγμή της απόφασης, ο επενδυτής γνωρίζει τί έχει να περιμένει στο μέλλον.
Και με δεδομένο ότι τα επιτόκια αναφοράς της ΕΚΤ ακολουθούν ανοδική τάση όλο αυτό το διάστημα, εξαιτίας του προαναφερθέντος υψηλότατου πληθωρισμού και της συν αυτώ προσπάθειας της Κεντρικής Τράπεζας να αμβλύνει το πρόβλημα, είναι ενδιαφέρον να δούμε τις (δύο βασικές) επιλογές που δίδονται στον επενδυτή: τα καταθετικά προγράμματα (καταθέτης) και την αγορά ομολόγων (ομολογιούχος).
H απόδοση
Με την πρωθύστερη παρατήρηση πως η απόδοση δεν πρέπει να είναι η αρχή μιας τέτοιας συζήτησης, ωστόσο εκείνη αφορά στην ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο μονομάχων μας.
Κατά τη συγγραφή του παρόντος, τα ομόλογα φαίνεται να κερδίζουν τη μάχη από ..τα αποδυτήρια, καθώς η μέση απόδοση των περισσότέρων «συνετών» επιλογών είναι υπερδιπλάσια από αυτήν των καταθετικών προγραμμάτων. («Συνετές» επιλογές ομολόγων εννοούνται σε αυτήν τη φάση αφενός οι εκδόσεις του κρατικού μας, αφετέρου οι πολλές και αξιόλογες από τις εκδόσεις των εταιρικών εισηγμένων στο ταμπλό του ΧΑ, όπως εκείνες των ΜΟΗ, ΟΠΑΠ, ΕΛΧΑ, ΓΕΚΤΕΡΝΑ και ΤΕΝΕΡΓ. Προφανώς, οι επιλογές είναι πάρα πολλές, αλλά για την οικονομία του κειμένου θα στενέψουμε τοεύρος επιλογών ώστε να προσδώσουμε κάποιο νόημα στην ανάλυση.
Ο μέσος όρος μικτής απόδοσης στη λήξη τέτοιων ομολογιών είναι μεσοσταθμικά το 4% ετησ. (κάποιες παραπάνω, κάποιες λιγότερο), και το ελάχιστο ποσό στο άρτιο τα 1000€.
Οι καταθέσεις δεν ξεπερνούν το 1,5%, ετησ., και πρέπει να δοθεί προσοχή στο λεκτικό «..έως Χ%..» που αφορά σε κλιμάκωση των προγραμμάτων, τα οποία ανά τρίμηνο αυξάνουν την απόδοση, ξεκινώντας όμως από πολύ πιο χαμηλά. Επομένως, ένα τυχαίο 15μηνο προγραμμα «έως 3%» σημαίνει ότι η απόδοση κλιμακώνεται το 1ο τρίμηνο 0,60%, το 2ο τρίμηνο 1,50%, το 3ο τρίμηνο 2,30%, το 4ο τρίμηνο 2,60%, το 5ο τρίμηνο 3,00%.
Η απόδοση αυτή των καταθετικών προγραμμάτων είναι πιο αξιόλογη από την αντίστοιχη λίγων εβδομάδων πριν, ενώ ταυτόχρονα σχετίζεται με τη διάρκεια: όσο μεγαλύτερος ο χρόνος, τόσο μεγαλύτερη η απόδοση (αν και όχι αναλογικά).
Η απόδοση παντρέυτηκε τον κίνδυνο
Οίκοθεν νοείται ότι βασικός πυλώνας κάθε επένδυσης είναι ο κίνδυνος που αναλαμβάνει ο επενδυτής (καταθέτης ή ομολογιούχος) για το κεφάλαιό του. Και εδώ, είναι προφανές ότι τα τραπεζικά προγράμματα υπερισχύουν των ομολογιών, τουλάχιστον σε θεωρητικό πλαίσιο.
Προσέτι, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι και οι δύο επιλογές βρίσκονται στο φάσμα των εξαιρετικά αμυντικών επιλογών, τουλάχιστον συγκρινόμενες με άλλες όπως μετοχές, καθώς ο κίνδυνος αγοράς (μεταβολές των τιμών) δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την τελική απόδοση, ιδιαίτερα στα καταθετικά προγράμματα όπου εκμηδενίζεται.
Ωστόσο, με λίγες γνώσεις χρημ/κης, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι και στα ομόλογα, αν και η τιμή τους επιδέχεται διακύμανσης λόγω διαπραγμάτευσης σε δευτερογενή αγορά, ο κίνδυνος αγοράς είναι αμελητέος, διότι συμβαίνει το εξής: στη χρονική στιγμή της αγοράς του ομολόγου να «κλειδώνει» ο ομολογιούχος την προϋπολογισμένη απόδοση (στη λήξη _Yield To Maturity). Οποιαδήποτε περαιτέρω απομείωση της τιμής στο ταμπλό απλά κάνει ακόμα πιο ελκυστική την αγορά του από κάποιον άλλον, και δεν επηρεάζει την απόδοση εκείνου που ήδη αγόρασε. Όμως, οποιαδήποτε αυξητική κίνηση, επιτρέπει στον ομολογιούχο να πουλήσει το ομόλογό του σε πολύ ανώτερη τιμή, κερδίζοντας γρήγορα απόδοση πολλών ετών.
Kαι άσχετα αν η τιμή του ομολόγου απομειωθεί κι άλλο, στη λήξη του ο ομολογιούχος θα πληρωθεί αυτό που αρχικά υπολόγισε.
Από αυτό προκύπτει ευχερώς ότι μοναδικοί κίνδυνοι για το ομόλογο στέκουν ο συναλλαγματικός και εκείνος του εκδότη. Και αν αναφερόμεθα σε εκδόσεις σε ευρώ, ο πρώτος επίσης εκμηδενίζεται, ενώ ο δεύτερος αφορά σε πιστωτικό γεγονός του εκδότη (πτώχευση ή παρομοίως), ώστε να προκύπτει ότι είναι εξαιρετικά χαμηλός (όχι όμως μηδενικός).
Σε κάθε περίπτωση, το καταθετικό πρόγραμμα είναι μια συμβατική σχέση όπου η τράπεζα εγγυάται ένα επιτόκιο (%) βάσει του οποίου θα υπολογιστεί το κέρδος (τόκος) του επενδυτή-καταθέτη. Αλλιώς λογιζόμενο, η τράπεζα οφείλει να επιστρέψει κεφάλαιο και τόκους κατα τη σύμβαση, άσχετα με τις συνθήκες τις αγοράς.
Υπολογισμοί ακριβείας
Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να γνωρίζει εξαρχής όλα τα κόστη που σχετίζονται με τις επιλογές του.
Στο θέμα των καταθετικών προγραμμάτων, ο τραπεζικός υπάλληλος ή ο οικονομικός σύμβουλος θα είναι σε θέση (και υποχρεούται) να αναλύσει την καθαρή απόδοση του προγράμματος μετά φόρων.
Στο θέμα των ομολόγων, απαιτείται συνήθως επενδυτικός λογαριασμός όπου θα κατατεθεί το προς επένδυση κεφάλαιο και η ύστερη αγορά του/των ομολόγου/ων. Οι λεπτομέρειες ως προς το κόστος κτήσης (προμήθεια και δεδουλευμένοι), τους φόρους και την πιθανή αμοιβή του συμβούλου (όπου υφίσταται) πρέπει να συζητηθεί κατ’ ιδίαν με τον σύμβουλο ή χρηματιστή.
Επίσης, οπως προηνεφέρθη, το ζήτημα του ελάχιστου ποσού δείχνει πως τα ομόλογα έχουν ένα πλεονέκτημα (1000€ τα κρατικά και εισηγμένα εταιρικά) εναντίον των καταθετικών που κατά βάση πρέπει το ποσόκατάθεσης να είναι αρκετά μεγαλύτερο από 1000€.
Ως προς τον χρόνο επένδυσης, οι επιλογές είναι αρκετές, και αφορούν στη ληκτότητα είτε του καταθετικού προγράμματος (συνήθως 1-2 έτη) είτε του ομολόγου (3-10). Επισημαίνεται ότι ο χρόνος του καταθετικού είναι μη αναστρέψιμος, διότι εάν ο επενδυτής αποεπενδύσει θα πρέπει να επιβαρυνθεί ρήτρα (πέναλτι). Στα ομόλογα, καάτι τέτοιο δεν υφίσταται, καθώς ο επενδυτής μπορεί να αποεπενδύσει οποτεδήποτε, με μόνο αρνητικό το κόστος (προμήθεια) πώλησης.
Τέλος, η διαδικασία είναι απλούστατη και στις δύο επιλογές. Η τραπεζική κατάθεση και αναγνωρίζοντας ότι κάθε πολίτης έχει σχέσεις με τράπεζα, είναι μια αίτηση λίγων ωρών (ή και λιγότερο)· η αγορά ομολόγου είναι ακόμα πιο απλή κίνηση εάν ο ενδιαφερόμενος έχει επενδυτικό λογαριασμό, ειδάλλως πρέπει να υποστεί την (αμελητέα) βάσανο ενεργοποίησης λογαριασμου σε κάποια ΑΕΠΕΥ, που συνήθως διαρκεί λίγα 24ώρα με ελάχιστη ενασχόληση από πλευράς του.
Επιλογίζοντας
Η τελική επιλογή είναι καθαρά θέμα του επενδυτή (καταθέτη ή ομολογιούχο). Τα παραπάνω είναι απλές κατευθυντήριες γραμμές, με μεγάλη προσοχή α) στον κίνδυνο (εξαιρετικά χαμηλός και στις δύο περιπτώσεις, χαμηλότερος στα καταθετικά προγράμματα) και β) στην απόδοση (χαμηλή και προϋπολογισμένη και στις δύο περιπτώσεις, υπερισχύουσα πασιφανώς εκείνη των ομολόγων). Θεωρούμε ότι η συζήτηση με τον κατάλληλο υπάλληλο (τράπεζα ή ΑΕΠΕΥ) θα μπορέσει να βοηθήσει στην ορθότερη επιλογή.
Κείμενο: Συμεών Μαυρουδής, LLM, MSc, Mutual Fund/Portfolio Manager
ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΥΘΥΝΩΝ: Αυτό το υλικό παρέχεται μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν αποτελεί ανεξάρτητη επενδυτική έρευνα. Τίποτα σε αυτό το περιεχόμενο δεν περιέχει ή δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι περιέχει επενδυτική συμβουλή ή επενδυτική σύσταση ή πρόσκληση με σκοπό την αγορά ή την πώληση οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού μέσου. Όλες οι παρεχόμενες πληροφορίες συλλέγονται από αξιόπιστες πηγές και κάθε πληροφορία που περιέχει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων δεν αποτελεί εγγύηση ή αξιόπιστο δείκτη μελλοντικής απόδοσης. Δεν αναλαμβάνουμε καμία ευθύνη για οποιαδήποτε ζημία προκύψει από οποιαδήποτε επένδυση που έγινε με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται στην παρούσα ανακοίνωση. Αυτή η επικοινωνία δεν πρέπει να αναπαραχθεί ή να διανεμηθεί περαιτέρω χωρίς την προηγούμενη γραπτή μας άδεια.