Σταϊκούρας: Στα 56,4 δισ. ευρώ το καθαρό όφελος από Ταμείο Ανάκαμψης και Προϋπολογισμό ΕΕ

Στα 56,4 δισ. ευρώ ή στο 4% του ΑΕΠ θα ανέλθει το καθαρό δημοσιονομικό όφελος της Ελλάδας από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον Προϋπολογισμό της ΕΕ, ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στο πλαίσιο της ομιλίας του στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.

Ειδικότερα, με βάση τις εθνικές κατανομές, η χώρα μας αναμένεται να λάβει κατά την επταετία 2021-2027 συνολικό πακέτο στήριξης ύψους έως και 71,9 δισ. ευρώ, και συγκεκριμένα 39,9 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο και 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι εθνικές συνεισφορές της χώρας μας εκτιμάται ότι θα ανέλθουν, κατά προσέγγιση, σε 15,5 δισ. ευρώ, για όλη την περίοδο, το οποίο αντιστοιχεί σε 1,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος. Από αυτά τα στοιχεία καταδεικνύεται το σημαντικό δημοσιονομικό όφελος για την χώρα μας, καθώς η αναλογία απολήψεων (εισροές) – αποδόσεων (συνεισφορές) διαμορφώνεται σε 4,6/1.

Συνεπώς, σύμφωνα με τον Χρ. Σταϊκούρα, για κάθε ευρώ που θα αποδίδει η Ελλάδα στην Ευρώπη, θα εισπράττει 4,6 ευρώ μέσω του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Το καθαρό δημοσιονομικό ισοζύγιο εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 56,4 δισ. ευρώ, ή 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος.

Αναλυτικά, ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε τα εξής:

«Τον Ιούλιο του 2020, οι ηγέτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν ένα σημαντικό βήμα για την έξοδο από την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού.

Συμφώνησαν στη διάθεση 750 δισ. ευρώ για την ανάκαμψη των εθνικών οικονομιών, μέσω του Next Generation EU, με ένα μείγμα επιχορηγήσεων και δανείων.

Παράλληλα, συμφώνησαν σε ένα πακέτο 1,074 τρισ. ευρώ για τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την περίοδο 2021-2027.
Βάσει αυτής της συμφωνίας, η Ελλάδα θα εισπράξει, τα προσεχή έτη, το μεγαλύτερο ποσό που έλαβε ποτέ από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια: συνολικά, 72 δισ. ευρώ.

Πρόκειται για ένα ιστορικής σημασίας «χρηματοδοτικό πακέτο», το οποίο θα αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά, για να ανακάμψει ταχύτερα και με μεγαλύτερο δυναμισμό η ελληνική οικονομία, αλλά και για να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συνθήκες για την επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη όλων αυτών, είναι να κυρωθεί, από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη, η νέα απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα αντικαταστήσει την αντίστοιχη του 2014.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα ενεργοποιηθεί το Next Generation EU, και θα ξεκλειδώσει ολόκληρο το δυναμικό των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Με το υπό συζήτηση Σχέδιο Νόμου, υλοποιείται αυτή την προϋπόθεση.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Ας γίνω πιο συγκεκριμένος για το περιεχόμενο του Σχεδίου Νόμου.

Η Απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 14 Δεκεμβρίου 2020.

Η νέα Απόφαση σηματοδοτεί την εκ βάθρων αναθεώρηση του τρόπου χρηματοδότησης του ενωσιακού προϋπολογισμού, καθώς δίνεται η δυνατότητα στην Επιτροπή να δανείζεται κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές, προκειμένου να εξασφαλίσει άμεση και μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτική ικανότητα για τα μέτρα στήριξης της ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, και την αποφυγή περαιτέρω πιέσεων στους εθνικούς προϋπολογισμούς.

Δεδομένου ότι η στήριξη θα πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη, οι νομικές δεσμεύσεις για ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από τους εν λόγω πόρους θα  πρέπει να έχουν αναληφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2023, ενώ η έγκριση των  πληρωμών στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα εξαρτάται από την ικανοποιητική εκπλήρωση των οροσήμων και στόχων που καθορίζονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Η νέα καθαρή δανειοληπτική δραστηριότητα θα πρέπει να παύσει το αργότερο στα  τέλη του 2026, ενώ μετά το έτος αυτό, οι δανειοληπτικές πράξεις θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά σε πράξεις αναχρηματοδότησης για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης του χρέους.

Έχοντας ως στόχο τη διασφάλιση επάρκειας πόρων, η νέα Απόφαση θεσμοθετεί τη μόνιμη αύξηση των ανωτάτων ορίων ιδίων πόρων σε 1,40% και 1,46% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κάλυψη των πιστώσεων πληρωμών και των αναλήψεων υποχρεώσεων αντίστοιχα, ώστε να διασφαλίζεται αφενός η αποτελεσματική και αδιάλειπτη χρηματοδότηση των θεμελιωδών ευρωπαϊκών πολιτικών, και αφετέρου των νέων προτεραιοτήτων και μελλοντικών προκλήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παράλληλα, προβλέπεται έκτακτη και προσωρινή αύξηση των εν λόγω ανώτατων ορίων των ιδίων πόρων κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες, για τη διασφάλιση των αναγκαίων πόρων με στόχο την κάλυψη των υποχρεώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απορρέουν από τον δανεισμό κεφαλαίων στο πλαίσιο του Next Generation EU.

Με τη διοχέτευση των εξαιρετικά μεγάλης κλίμακας πρόσθετων κεφαλαίων που θα αντληθούν από τον δανεισμό, σε στοχευμένες δράσεις και πολιτικές βιώσιμης ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών, θα αποφευχθούν περαιτέρω πιέσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς, που στη δύσκολη αυτή συγκυρία είναι προσανατολισμένοι στην χρηματοδότηση οικονομικών και κοινωνικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης της πανδημίας.

Δεδομένου ότι οι σχετικές δημοσιονομικές και ενδεχόμενες υποχρεώσεις θα μειωθούν με τη σταδιακή αποπληρωμή των δανειακών κεφαλαίων και τη λήξη των δανείων, η προσωρινή αύξηση των ανώτατων ορίων των ιδίων πόρων θα πρέπει να λήξει το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2058.

Επιπρόσθετα, καθορίζονται ο τρόπος υπολογισμού και η διαδικασία είσπραξης των υφιστάμενων ιδίων πόρων.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι τα κράτη-μέλη παρακρατούν ως έξοδα είσπραξης το 25% των ποσών από τελωνειακά και συναφή έσοδα και απλοποιείται ο πόρος ΦΠΑ.

Ταυτόχρονα, εισάγεται ένας νέος πόρος, που υπολογίζεται βάσει των μη ανακυκλωμένων απορριμμάτων πλαστικών συσκευασιών, τα οποία παράγονται σε κάθε κράτος-μέλος και δεν ανακυκλώνονται.

Ο ενιαίος συντελεστής καταβολής είναι 0,80 ευρώ ανά χιλιόγραμμο.

Ο συγκεκριμένος πόρος έχει οικολογικό χαρακτήρα, ενθαρρύνει τη μείωση της ρύπανσης, την ανακύκλωση και την κυκλική οικονομία, ενώ είναι και δίκαιος, καθώς λαμβάνει υπόψη το επίπεδο εισοδήματος κάθε κράτους-μέλους.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το νέο τρόπο υπολογισμού, ο οποίος περιλαμβάνει διορθωτικό μηχανισμό για την εξάλειψη των αντιστρόφως προοδευτικών στοιχείων, η Ελλάδα επωφελείται, ετησίως, κατά 33 εκατ. ευρώ.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Η Ελλάδα, μέσω της δέσμης Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και Ταμείου Ανάκαμψης, θα ωφεληθεί πολλαπλάσια σε σχέση με τις συνεισφορές της, σε πολλούς τομείς της οικονομίας, και με αποδέκτες το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.

Ειδικότερα, με βάση τις εθνικές κατανομές, η χώρα μας αναμένεται να λάβει κατά την επταετία 2021-2027 συνολικό πακέτο στήριξης ύψους έως και 71,9 δισ. ευρώ, και συγκεκριμένα 39,9 δισ. ευρώ από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο και 32 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι εθνικές συνεισφορές της χώρας μας εκτιμάται ότι θα ανέλθουν, κατά προσέγγιση, σε 15,5 δισ. ευρώ, για όλη την περίοδο, το οποίο αντιστοιχεί σε 1,1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος.

Από αυτά τα στοιχεία καταδεικνύεται το σημαντικό δημοσιονομικό όφελος για την χώρα μας, καθώς η αναλογία απολήψεων (εισροές) – αποδόσεων (συνεισφορές) διαμορφώνεται σε 4,6/1.

Με απλά λόγια, για κάθε ευρώ που θα αποδίδουμε στην Ευρώπη, θα εισπράττουμε 4,6 ευρώ μέσω του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου και του Ταμείου Ανάκαμψης.

Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη επταετία, και συγκεκριμένα την περίοδο 2014-2020, η αναλογία απολήψεων προς αποδόσεις ήταν μικρότερη, στο 2,9/1.

Συνεπώς, σήμερα, η Ελλάδα είναι ακόμα πιο ευνοημένη!

Το καθαρό δημοσιονομικό ισοζύγιο εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 56,4 δισ. ευρώ, ή 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Συνοψίζοντας, ο ενισχυμένος, φιλόδοξος και ευέλικτος προϋπολογισμός της νέας δημοσιονομικής περιόδου 2021-2027 αποτελεί την απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας, στην εκκίνηση της ανάκαμψης και στην προετοιμασία για ένα καλύτερο μέλλον για την επόμενη γενιά.

Η κύρωση της Απόφασης για το σύστημα ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη Βουλή των Ελλήνων, σε συνδυασμό με την κύρωση από τα κοινοβούλια των υπολοίπων κρατών-μελών, θα μας επιτρέψει να δρέψουμε τα οφέλη που διεκδικήσαμε – και κερδίσαμε – στη Σύνοδο Κορυφής του Ιουλίου του 2020.

Τα έσοδα που θα αντληθούν μέσω της εφαρμογής της υπό κύρωση Απόφασης, θα συμβάλουν στην προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, στην προώθηση της έρευνας και καινοτομίας, στην ενίσχυση της απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής, στην προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων και στον μετασχηματισμό της  οικονομίας.

Τα 72 δισ. ευρώ που δικαιούται η χώρα μας θα δώσουν σημαντική ώθηση στο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας μας, εφόσον αξιοποιηθούν κατάλληλα.

Και προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε ήδη, σκληρά, μεθοδικά και συγκροτημένα.

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Στο δεύτερο μέρος του Σχεδίου Νόμου, τροποποιείται ο Νόμος 3864/2010 που διέπει τη λειτουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), προκειμένου να καταστεί εφικτή η συμμετοχή του τελευταίου σε μη εποπτικά επιβεβλημένες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου, δηλαδή σε αυξήσεις κεφαλαίου που δεν έχουν τον χαρακτήρα κεφαλαιακής ενίσχυσης για κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων ή εξυγίανσης.

Υπενθυμίζεται ότι σήμερα δεν επιτρέπεται στο ΤΧΣ να μετέχει σε αύξηση κεφαλαίου ενός πιστωτικού ιδρύματος, στο οποίο είναι ήδη μέτοχος, παρά μόνον εάν η αύξηση αυτή είναι επιβεβλημένη για εποπτικούς λόγους.
Το γεγονός αυτό στερεί την δυνατότητα από το ΤΧΣ να ανταποκριθεί ενεργά, λειτουργώντας όπως κάθε ιδιώτης μέτοχος, προς την κατεύθυνση προάσπισης της επένδυσής του, στο πλαίσιο μιας επιχειρηματικά – και άρα όχι εποπτικά επιβεβλημένης – αποφασιζόμενης αύξησης κεφαλαίου.

Επομένως το ΤΧΣ, με το ισχύον σήμερα πλαίσιο, δεν διαθέτει τη δυνατότητα, αξιολογώντας τις συνθήκες, να αποφύγει την απομείωση της συμμετοχής του, ακόμα και όταν η διατήρηση της συμμετοχής θα του παρέχει δυνατότητα καλύτερων όρων αποεπένδυσης στο μέλλον.
Σήμερα, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις καλύπτουμε το νομοθετικό αυτό κενό, που η προηγούμενη Κυβέρνηση διατήρησε, παρά τις κατ’ επανάληψη τροποποιήσεις του Νόμου επί των ημερών της.

Βέβαια, προς την πολιτική ορθότητα της νομοθετικής αυτής επιλογής της Κυβέρνησης, συνηγορεί άλλωστε και η από 03.11.2020 σχετική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπου σημειώνεται ότι «είναι καθήκον της [ενν. Κυβέρνησης] να μην επιτρέψει να υποτιμηθεί περαιτέρω η θέση του Ελληνικού Δημοσίου από μια μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας χωρίς τη συμμετοχή του ΤΧΣ».
Τη θεσμική ορθότητα της νομοθετικής αυτής επιλογής διατρανώνει επίσης η από 25.02.2021 σχετική Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία σημειώνει ότι «χαιρετίζει το γεγονός ότι με το σχέδιο νόμου καθίσταται πλέον δυνατή η συμμετοχή του ΤΧΣ, ως επενδυτή, σε αυξήσεις κεφαλαίου πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν αποσκοπούν στην παροχή κεφαλαιακής ενίσχυσης για την κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων υπό συνθήκες εξυγίανσης ούτε συνιστούν προληπτική κεφαλαιοποίηση ή μέτρο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης».

Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

Ειδικότερα, ο κεντρικός σκοπός των προτεινόμενων διατάξεων είναι να επιτρέπεται, υπό προϋποθέσεις, στο ΤΧΣ να μετέχει, μέχρι του υφιστάμενου ποσοστού συμμετοχής του, σε αυξήσεις κεφαλαίου που δεν στοχεύουν στην κάλυψη κεφαλαιακών ελλειμμάτων ή στην εξυγίανση.

Η δυνατότητα αυτή κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να μπορέσει το ΤΧΣ να επιλέξει τις καλύτερες – κατά το δυνατόν – συνθήκες για την αποεπένδυση, δίχως να εγκλωβίζεται σε απομειώσεις της συμμετοχής του, οι οποίες δεν οφείλονται σε επιλογή του, αλλά σε ενέργειες άλλων.

Σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, η συμμετοχή του ΤΧΣ σε ανάλογες αυξήσεις κεφαλαίου υπόκειται τόσο σε ουσιαστικές, όσο και σε διαδικαστικές προϋποθέσεις, που στόχο έχουν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα του ΤΧΣ.

Συγκεκριμένα, ως ουσιαστικές προϋποθέσεις τάσσονται:
–    ότι η αύξηση δεν συνιστά κεφαλαιακή ενίσχυση κατά την έννοια της μέχρι σήμερα λειτουργίας του ΤΧΣ, καθώς και
–    ότι στην αύξηση συμμετέχει παράλληλα, και με τους ίδιους όρους, ο ιδιωτικός τομέας.

Μάλιστα, η συμμετοχή του τελευταίου θα πρέπει να έχει πραγματική οικονομική σημασία, δηλαδή να είναι ουσιώδης.

Ταυτόχρονα, για τη συμμετοχή του ΤΧΣ σε ανάλογες αυξήσεις κεφαλαίου απαιτείται:

–    απόφαση του Γενικού Συμβουλίου του ΤΧΣ, η οποία λαμβάνεται μετά από έκθεση δύο ανεξάρτητων χρηματοοικονομικών συμβούλων, οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι η συμμετοχή στην αύξηση συμβάλλει στην προστασία ή ακόμα και στη βελτίωση της αξίας της υφιστάμενης συμμετοχής του ΤΧΣ, και
–    η συμμετοχή να γίνεται με όρους σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον ισότιμους με ό,τι ισχύει για τους λοιπούς μετόχους, δηλαδή σε τιμή όχι υψηλότερη και υπό όρους όχι επαχθέστερους από ό,τι ισχύει για τους λοιπούς μετόχους, και
–    η χρηματοδότηση της συμμετοχής στην αύξηση να γίνεται από διαθέσιμα του Ταμείου, ή από επανεπένδυση ποσών που προέκυψαν από προηγούμενη διάθεση στοιχείων ενεργητικού.

Επισημαίνεται ότι στη Γνώμη της ΕΚΤ σημειώνεται «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επικροτεί τα εχέγγυα που εισάγει το σχέδιο νόμου».

Συμπερασματικά, η Κυβέρνηση εισάγει μια δυνατότητα – και όχι υποχρέωση – προς το ΤΧΣ, προκειμένου αυτό να μπορέσει να ανταποκριθεί στις επενδυτικές συνθήκες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπως ακριβώς επιδιώκει κάθε ιδιώτης επενδυτής, ο οποίος επιθυμεί τη μεγιστοποίηση της ωφέλειας από την επένδυσή του».