Τους λόγους για τους οποίους δεν αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας την Παρασκευή (18/10), παραθέτει η Standard & Poor’s, αναφερόμενη ειδικότερα στην «τρύπα» του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος και σκιαγραφεί το καλό και το κακό σενάριο για την ελληνική οικονομία.
Το καλό σενάριο, κατά τον οίκο, προβλέπει μείωση του χρέους με ρυθμό μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, έτσι ώστε να προσεγγίσει τους λόγους των αντίστοιχων στη βαθμολογία χωρών. Επίσης προβλέπει συνέχιση των δομικών μεταρρυθμίσεων ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, πλήρης και αποτελεσματική διαχείριση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα για μακρά περίοδο.
Από την άλλη, το αρνητικό σενάριο θα επέλθει σε περίπτωση δημοσιονομικών ανισορροπιών και προβλημάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία θα επηρεάσουν την οικονομική δραστηριότητα. Επίσης αρνητική θα είναι η αξιολόγηση εάν γεωπολιτικά και εξωτερικά σοκ επηρεάσουν την οικονομία περισσότερο από το αναμενόμενο.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο οίκος έχει ως θετικό το outlook της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αντανακλά την προσδοκία ότι, εντός του 24μηνου ορίζοντα, το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να οδηγεί σε μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ θα συνεχίσει να είναι υψηλότερη από εκείνη των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης.
Η υπεραπόδοση
Σύμφωνα με τον οίκο, η ελληνική οικονομία συνέχισε να ξεπερνά με τις επιδόσεις της τις άλλες οικονομίες στην ευρωζώνη. Για το δεύτερο τρίμηνο του 2024, η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν 4,4%, η ταχύτερη στην ευρωζώνη.
Την ανάπτυξη υποστηρίζουν η ισχυρή αύξηση των μισθών, η βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας και η άνοδος της μεταποιητικής και κατασκευαστικής δραστηριότητας, ενώ αυτές οι ισχυρές επιδόσεις έρχονται παρά τη συρρίκνωση των κρατικών δαπανών και την αδύναμη ανάπτυξη σε βασικούς εμπορικούς εταίρους.
Όπως εξηγεί ο οίκος, αντικατοπτρίζει το ότι εν μέρει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι περίπου 17% κάτω από το υψηλό του προ της κρίσης επιπέδου, υποδηλώνοντας περιθώρια για συνεχή ανάπτυξη.
Το πρόβλημα του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών
Στα “αγκάθια” βέβαια είναι το αυξημένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, καθώς τα στοιχεία για τους πρώτους επτά μήνες του 2024 έδειξαν ότι το έλλειμμα διευρύνθηκε στα 8 δισ. ευρώ, από 7 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο το 2023, λόγω της διεύρυνσης του ελλείμματος αγαθών και της αύξηση των πληρωμών τόκων.
Οι εξαγωγές μειώνονται ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν το 2024, γεγονός που υποδηλώνει ότι, ενώ ανακάμπτει η οικονομία, η ανάκαμψη στην εγχώρια μεταποίηση και σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς δεν μεταφράζεται ακόμη σε βελτιωμένες εξαγωγές.
Συνολικά, ο οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα θα φθάσει το 6,6% του ΑΕΠ για ολόκληρο το έτος και κατά μέσο όρο στο 5,6% την περίοδο 2025-2027, το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο από τα επίπεδα της Ελλάδας πριν από την πανδημία, όταν και ήταν στο 1,6% του ΑΕΠ την περίοδο 2013-2019.
Η συνεχής αύξηση του ελλείμματος εξακολουθεί να εκθέτει την οικονομία στον κίνδυνο ξαφνικής επιδείνωσης της εξωτερικής χρηματοδότησης και υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, τονίζει επίσης ο οίκος.
Ενθαρρυντική η εικόνα των δημοσιονομικών
Σε κάθε περίπτωση όμως τα πρόσφατα δημοσιονομικά στοιχεία ήταν ενθαρρυντικά. Το πρωτογενές πλεόνασμα της κεντρικής κυβέρνησης ήταν σταθερά πάνω από τον στόχο σύμφωνα με τα στοιχεία μέχρι το τέλος Αυγούστου, χάρη στην ισχυρή αύξηση της είσπραξης των φόρων εισοδήματος και τη συγκράτηση των δαπανών.
Επιπλέον, η κυβέρνηση ενισχύει τα ταμειακά διαθέσιμα από ιδιωτικοποιήσεις και παραχωρήσεις, οι οποίες είναι πιθανό να ανέλθουν σε περίπου 5,3 δισ. ευρώ (2,4% του ΑΕΠ) φέτος, συμβάλλοντας άμεσα στη βελτίωση του πολύ υψηλού ακόμη καθαρού δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης.
Η αναταξινόμηση
Η στατιστική αναταξινόμηση των δανείων με αναβαλλόμενο τόκο ως κύριο χρέος δεν αλλάζει ουσιαστικά την άποψη του οίκου για τη βελτιωμένη δυναμική του χρέους της Ελλάδας. Η Eurostat αναθεώρησε πρόσφατα τη σύστασή της προς τις ελληνικές αρχές σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των αναβαλλόμενων τόκων για τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το 2012. Ο συνολικός τόκος που ενδέχεται να αναταξινομηθεί ανέρχεται σε περίπου 12,4 δισ. ευρώ (5,2% του ΑΕΠ το 2024), το οποίο ο S&P συμπεριλαμβάνει στην εκτίμησή του για το χρέος της Ελλάδας.
Παρά την ανοδική αναθεώρηση, η γνώμη του για τις δημοσιονομικές και οικονομικές τάσεις που τροφοδοτούν τη συρρίκνωση του δείκτη χρέους παραμένει αμετάβλητη και εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει αυξημένη πιθανότητα το χρέος να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τις άλλες χώρες μέσα στους επόμενους 18 μήνες και επομένως να οδηγήσει σε αναβάθμιση.
Συγκεκριμένα, μια ξεχωριστή τακτική αναθεώρηση των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών της Ελλάδας αναθεώρησε το ονομαστικό ΑΕΠ προς τα πάνω κατά περίπου 2,2% για το 2023, γεγονός που έχει έμμεση επίδραση μετριάζοντας εν μέρει τη συνολική αναθεώρηση του χρέους προς το ΑΕΠ.
Αφού κορυφώθηκε στο 194% το 2020, ο οίκος εκτιμά ότι το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2024 σε περίπου 137% του ΑΕΠ και να μειωθεί στο 119% έως το 2027.