Ναυτιλία: Εκτοξεύτηκε στα 159 δισ. ευρώ η αξία του ελληνόκτητου στόλου

Μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια η αξία του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε μία ένδειξη του δυναμισμού των Ελλήνων επιχειρηματιών του κλάδου, αλλά και των μεγάλων διακυμάνσεων που χαρακτηρίζουν παραδοσιακά τη ναυλαγορά και τις τιμές των πλοίων. Επιπλέον, ο ελληνικός στόλος από το 2018, τελευταία χρονιά που έλαβε χώρα η διεθνής ναυτιλιακή έκθεση «Ποσειδώνια» μέχρι σήμερα, έχει επίσης αναβαθμιστεί ποιοτικά με μεγαλύτερα και νεότερα πλοία, ενώ η επιμέρους ανάλυση της σύνθεσής του μαρτυρεί και τη μεγάλη στροφή που πραγματοποιείται προς σύγχρονους γοργά αναπτυσσόμενους κλάδους όπως η μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου, αλλά και την αύξηση μεριδίων στον κρίσιμο για το διεθνές εμπόριο τομέα της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

Από το 2018 έως το 2022, η αξία του ελληνόκτητου στόλου αυξήθηκε κατά 92%, από τα 82,85 δισεκατομμύρια δολάρια στα 158,97 δισεκατομμύρια, σύμφωνα με στοιχεία που αποκάλυψε στο πλαίσιο των Ποσειδωνίων η εξειδικευμένη εταιρεία αποτίμησης εμπορικών πλοίων VesselsValue.

Πρόκειται για αξιόλογη αύξηση,δεδομένου ότι ο στόλος αυξήθηκε σε πλήθος πλοίων μόνο κατά 474 ποντοπόρα ή ποσοστό 11%. Οι επιμέρους στόλοι φορτηγών μεταφοράς φορτίου χύδην, εμπορευματοκιβωτίων και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) αυξήθηκαν ωστόσο πολύ περισσότερο, με τους Ελληνες ιδιοκτήτες να επενδύουν στις ταχέως αναπτυσσόμενες αυτές κατηγορίες αλλά και σε πλοία που μπορούν να μεταφέρουν πιο «πράσινο φορτίο, όπως το LNG», αναφέρει χαρακτηριστικά η VesselsValue. Το καύσιμο LNG θεωρείται μια σαφώς πιο καθαρή μέθοδος παραγωγής ενέργειας και με δεδομένη την ύπαρξη σχετικών υποδομών, παρέχει μια βραχυπρόθεσμη εναλλακτική μέθοδο μείωσης των εκπομπών άνθρακα εν αναμονή λύσεων πράσινων πηγών ενέργειας που θα είναι αξιόπιστες και διαθέσιμες στο μέλλον. Σε αυτό το περιβάλλον τα δεξαμενόπλοια μεταφοράς LNG αναλαμβάνουν έναν ολοένα αυξανόμενο ρόλο και οι Ελληνες εφοπλιστές βρίσκονται στην κορυφή αυτής της αγοράς.

Οπως υπογραμμίζουν οι αναλυτές του οίκου, «παρά την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 87η θέση παγκοσμίως ως προς τον συνολικό πληθυσμό, η χώρα έρχεται στην τρίτη θέση ως προς την ιδιοκτησία πλοίων, με 4.766 ελληνικά πλοία στο νερό το 2022, ακριβώς πίσω από την Κίνα (5.589 πλοία) και την Ιαπωνία (6.755 πλοία)». Ωστόσο, λόγω των ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών του στόλου, αν αυτός προσμετρηθεί σε όρους χωρητικότητας είναι ο μεγαλύτερος παγκοσμίως. H μέση ηλικία του ελληνόκτητου στόλου είναι 9,99 έτη και είναι έτσι χαμηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο των 10,28 ετών. Η δε συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου έχει σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών αυξηθεί κατά 45,8% σε σύγκριση με το 2014, ενώ ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, δηλαδή από το 2019, η χωρητικότητα αυξήθηκε κατά 7,4%. Ετσι, σύμφωνα με τα μεγέθη που αποκάλυψε ο Ελληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τελετή εγκαινίων των «Ποσειδωνίων», ο ελληνικός στόλος αντιπροσωπεύει λίγο πάνω από το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας, το 1 στα 3 μεταξύ όλων των δεξαμενόπλοιων, το 1 στα 4 των φορτηγών ξηρού φορτίου και πλέον και το 1 στα 4 των πλοίων μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου, το 1 στα 6 των πλοίων που μεταφέρουν χημικά και το 10% της συνολικής διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων.

O μεγαλύτερος διασυνοριακός μεταφορέας παγκοσμίως

Καθώς ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος μεταφέρει φορτία μεταξύ τρίτων χωρών σε ποσοστό άνω του 98% της μεταφορικής του ικανότητας, αποτελεί τον μεγαλύτερο διασυνοριακό μεταφορέα παγκοσμίως, ενώ σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική ναυτιλία παραμένει στρατηγικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σημαντικό και για την ελληνική οικονομία: οι θαλάσσιες μεταφορές συνεισφέρουν περισσότερο από το 3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ανέρχονται συνολικά περίπου στο 7% του ΑΕΠ (άμεσα και έμμεσα), προσφέροντας σχεδόν 200.000 θέσεις εργασίας, σημειώνεται στην ετήσια έκθεση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών. Παρέχουν επίσης σημαντικές εισροές συναλλάγματος στην ελληνική οικονομία: το 2021, οι εισροές στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών από τις θαλάσσιες μεταφορές όχι μόνο ξεπέρασαν τα επίπεδα του 2019, μετά την ύφεση που προκλήθηκε το 2020 από την πανδημία COVID-19, αλλά επίσης είναι οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί μετά το 2008 και ανέρχονται σε πάνω από 17 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ελληνική πλοιοκτησία έχει επίσης διατηρήσει τη θέση της ως κορυφαίας επενδύτριας στη δευτερογενή αγορά εμπορικών πλοίων, μεταχειρισμένων δηλαδή ποντοπόρων, από τα προηγούμενα «Ποσειδώνια» του 2018.