Λένε πως οι ακατάστατοι είναι  έξυπνοι άνθρωποι, δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια (από τον “Πρόσφυγα”)

ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ
από τον «Πρόσφυγα»  

Σκάλιζε το επάνω συρτάρι  στη δεξιά πλευρά του σύνθετου, εκεί που πέταγε όλα τα χαρτιά που είχαν μαζευτεί στο γραφείο του, κάθε φορά που αποφάσιζε πως έπρεπε να το καθαρίσει. Η επιθυμία για καθάρισμα της επιφάνειας του γραφείου του, δεν του ερχόταν συχνά, άλλωστε μέσα στην ακαταστασία, έβρισκε πάντα αυτό που ζητούσε, αριστερή στίβα λίγο πιο κάτω από τη μέση, ανασήκωνε το επάνω μέρος, νάτο, κάπως έτσι ήξερε που περίπου ήταν το κάθε τι.

  • Λένε πως οι ακατάστατοι είναι  έξυπνοι άνθρωποι, δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια, είχε φτάσει τα (48) και ακόμα κάτι έξυπνο δεν είχε κάνει. Εκτός αν ήταν έξυπνη κατανάλωση  ζωής, η μανία του να γράφει κάθε σκέψη του, σε κομμάτια χαρτί, κόλλες αναφοράς, περιθώρια βιβλίων, παλιά φύλλα ημερολογίων, χάρτινα τραπεζομάντηλα…
  • Σε κάθε μικρή ή μεγάλη λευκή επιφάνεια που τύχανε να βρεθεί κάτω από το βλέμμα του και δίπλα της να υπάρχει μολύβι.

Η ώρα είχε πάει 10 πρωί Κυριακής, είχε πιει τον καφέ του. Δουλειά σήμερα δεν είχε, ίσως γι αυτό βρέθηκε να σκαλίζει το παραγεμισμένο  από χαρτιά συρτάρι του σύνθετου.

Στη δουλειά του, είναι συνέχεια πάνω από ένα πληκτρολόγιο και μία οθόνη. Τι ακριβώς κάνει εκεί δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Τώρα πια σε όλες τις δουλειές το μέσον εργασίας έχει αναδειχθεί σπουδαιότερο από τη δουλειά. Ιδιο μέσον είτε γράφεις ένα λογοτεχνικό έργο, είτε μία προσφορά για αγορά κρεμμυδιών, τα ίδια πλήκτρα, οι ίδιες κινήσεις.

Περίεργο, αλλά από τη στιγμή που άρχισε να γράφει με τυφλό σύστημα, έχει ξεχάσει και την εικόνα των γραμμάτων, πώς να είναι άραγε το άλφα, είναι  ακόμη το στρογγυλό με μία όρθια γραμμή κολλημένη κατακόρυφα στα δεξιά του, ή μήπως το έχουν αλλάξει; Και το καπς λοκ άλφα είναι η ανοιγμένη σκάλα, σαν κι αυτή με την οποία ανεβαίνει στο πατάρι;

Τι τον νοιάζει όμως, έτσι κι αλλιώς εκείνος ξέρει ότι το άλφα είναι το τελευταίο αριστερά στη μεσαία σειρά, και δεξιά δίπλα του είναι το σίγμα, και στην επάνω σειρά τέρμα δεξιά είναι το πι, τα δάχτυλα του ξέρουν όλες τις θέσεις των γραμμάτων  χωρίς την βοήθεια των ματιών, άχρηστα πλέον τα μάτια , συγγράφουμε με τα δάχτυλα, τυφλό σύστημα.

Τράβηξε ένα χαρτί μέσα από το συρτάρι, που εξείχε τσαλακωμένη η γωνία του από τα υπόλοιπα. Παράξενο, που μέσα σε ένα σωρό από γραμμένα χαρτιά, ξεχώρισε αυτό για να διαβάσει απλά και μόνο γιατί εξείχε η μία γωνιά του.

Θεώρησε αστεία την επιλογή του, θα μπορούσε πάνω ή  κάτω από αυτό το χαρτί να βρίσκονταν άλλα χαρτιά με πολύ αξιόλογα πράγματα γραμμένα πάνω τους, θα μπορούσε το χαρτί που τράβηξε, να ήταν απλά ένα σημείωμα, για τις δουλειές της ημέρας, ένα σημείωμα από αυτά που έγραφε κάθε μέρα, καθαριστήριο, μπακάλης, οτε, τσιγάρα, ενώ τα άλλα χαρτιά να είχαν υπέροχα κείμενα, από εκείνα που έγραφε κάθε φορά που έπρεπε να πολεμήσει τη σκέψη πως ήταν θνητός.

Πως μετά από 100 χρόνια, τίποτε από όσα σκεφτόταν και έκανε δεν θα είχαν νόημα, πως κάθε τι αγαπημένο, από το στυλό του, μέχρι την αγαπημένη του καρέκλα, δεν θα υπήρχε γι αυτόν. Ομως δες, η σπουδαιότητα της ύπαρξης του, η σημαντικότητα της προσωπικότητας του, θα μπορούσε να είχε διακριθεί, απλά και μόνο αν είχε τσαλακώσει μία γωνιά του, αν  ένα ελάχιστο κομμάτι του, είχε βγει από το σωρό,  αν είχε ξεχωρίσει σαν ένα σπυρί σε μία λεία επιφάνεια.

Θα μου πεις, μα καλά το περιεχόμενο δεν μετράει, πως είναι δυνατόν να ξεχωρίζει ένα χαρτί με ψώνια, από ένα άλλο που μεταφέρει ένα ποίημα, μία σκέψη, ένα συμπέρασμα.

Τι να σου πω… Το αντικειμενικά αληθινό είναι ότι το χαρτί αυτό επιλέχθηκε να ξεχωρίσει από το σωρό, γιατί είχε τσαλακωμένη γωνία που εξείχε, όμως ας μη βιαζόμαστε, μπορεί το περιεχόμενο του να είναι αξιόλογο και η επιλογή να θεωρηθεί σωστή εκ των υστέρων.

Περίεργο βέβαια που και σε άλλες επιλογές  μας, η τσαλακωμένη γωνιά είναι που δίνει προτεραιότητα επιλογής, πλησιάζουμε όμορφες γυναίκες, γυαλιστερές συσκευασίες, χρωματιστά λουλούδια, η εξυπνάδα, ή νοστιμιά, η ευωδία, δεν έχουν προτεραιότητα, έπονται, αν κατά τύχη συνυπάρχουν ταυτόχρονα με το αρχικό κριτήριο της επιλογής μας.

Τράβηξε και το πάνω χαρτί  της στίβας, επιλογή θέσης, βρίσκεσαι τη στιγμή της επιλογής στην κατάλληλη θέση για να επιλεγείς εσύ και όχι ο άλλος, σκεπάζεις τον από κάτω, και έτσι το περιεχόμενο του ακυρώνεται, δεν υπάρχει  αν δεν επιλεγείς πρώτα εσύ, μισοσηκωμένο ήταν το χαρτί, το χέρι του δεν το είχε ανασύρει εντελώς, και αποφάσισε να το αφήσει κάτω, πρώτα το χαρτί με την τσαλακωμένη γωνιά και μετά τα άλλα.

Μισοέκλεισε το συρτάρι.

Πήρε το χαρτί στο χέρι η πλευρά που έβλεπε ήταν λευκή, έπρεπε να γυρίσει το χαρτί από την άλλη για να δει τι γράφει, όπα, για στάσου, κι αν και από την άλλη είναι λευκό, πω ρε πούστη μου, λες να είχε κάνει τόσες σκέψεις μόνο και μόνο για να πάρει από το παραγεμισμένο συρτάρι ένα λευκό χαρτί;

Και πως διάολο βρέθηκε ένα λευκό χαρτί μέσα στη στίβα των χαρτιών του γραφείου του, εκείνος δεν άφηνε άγραφο λευκό χαρτί ούτε ένα λεπτό, γαμώτο, τι συνέβη και αυτό το χαρτί είχε μείνει λευκό, που, πότε, γιατί, για στάσου το χαρτί ήταν περίπου στη μέση της στίβας, δηλαδή έφυγε από το γραφείο του πριν από εφτά καθαρίσματα…

Το συρτάρι γέμιζε σχεδόν μία φορά το χρόνο, άρα, το χαρτί θα βρισκόταν πάνω στο γραφείο του πριν από ένα εξάμηνο περίπου,δηλαδή κάπου κοντά στα περασμένα Χριστούγεννα, με πρωτοχρονιά, τι διάολο είχε γίνει τότε, και αυτό το χαρτί έμεινε άγραφο;

Επί τέλους πήρε την απόφαση να γυρίσει το χαρτί, ας ήταν και λευκό, οκ, ένα λευκό χαρτί μέσα σε χιλιάδες γραμμένα δεν ήταν και πολύ σπουδαίο ίσως ήταν κολλημένο με το προηγούμενο που γράφτηκε και μπήκε στα γραμμένα μαζί του.

Γύρισε το χαρτί… Μια λέξη με γράμματα μεγάλα 28άρια, μπολντ, σειρά κομικ σανς.
ΑΔΙΑΒΑΣΤΑ Αθήνα 1982

Μάλιστα, εξώφυλλο είναι, που θα πει κάτω από αυτό το χαρτί, στο συρτάρι θα πρέπει να υπάρχουν χαρτιά αδιάβαστα… Μα ναι, ήταν η εποχή που είχε μαζέψει πολλά σκόρπια κείμενα που είχε γράψει κατά καιρούς , και τα οποία δεν θυμόταν και τα  είχε κάνει ένα πάκο, γράφοντας πάνω τους αδιάβαστα, έχοντας σκοπό κάποια μέρα να τα διαβάσει, να τα επεξεργαστεί να τα κάνει δημοσιεύσιμα.

Ήταν τα περασμένα Χριστούγεννα που τον είχε πρωτοπιάσει ό πόνος στο στήθος, φοβήθηκε, η ηλικία του ήταν πρόσφορη για έμφραγμα, πήγε στον καρδιολόγο, κάτι βρήκε, του είπε να κόψει το τσιγάρο και να χάσει κιλά, δεν είχε κάνει τίποτε από τα δύο, είχε περάσει ο πόνος και μαζί του και ο φόβος.

Τότε είχε  κάνει μία στίβα όλα τα ανεπεξέργαστα κείμενα του και τα είχε ρίξει στο συρτάρι για αργότερα… Να που βρέθηκαν μπροστά του, γαμώτο  είχε τραβήξει τη σελίδα έξω, από πού ξεκινούσε το πάκο με τα αδιάβαστα, ωχ, πρέπει να ψάξει τώρα όλο το συρτάρι για να τα βρει.

Γονάτισε μπροστά στο σύνθετο, και άρχισε να ψάχνει, ήταν εκείνη η στιγμή που τον θυμήθηκε πάλι ο πόνος των Χριστουγέννων, μετά τις γιορτές πρέπει να κόψω το τσιγάρο σκέφτηκε, για το φαγητό δεν το συζητούσε, όπα, να και το πακέτο τα αδιάβαστα , ευτυχώς ήταν όλα γραμμένα σε καινούργιες κόλλες Α4 και ξεχώριζαν…

Τράβηξε το πακέτο και έκανε να σηκωθεί, ο πόνος δυνάμωσε, ακούμπησε τους αγκώνες του στο συρτάρι, θα περάσει δεν μπορεί, θα περάσει, πήρε μία βαθιά ανάσα, ο πόνος μεγάλωνε έκανε να σηκωθεί, μπροστά στο σύνθετο έπεσε, δίπλα στο ανοιχτό συρτάρι και πάνω του έπεσε το πάκο  των αδιάβαστων.

Ήταν Πέμπτη, η καθαρίστρια ερχόταν Σάββατο, εκείνη τον βρήκε πεσμένο μπροστά στο σύνθετο, και πολλά χαρτιά πεταμένα πάνω του και γύρω του. Και μία απορία στο παγωμένο του πρόσωπο σαν να αναρωτιόταν «όπα, τι έγινε ρε παιδιά;».

Μάζεψε τα πεσμένα εδώ κι εκεί χαρτιά, τα πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ, έκλεισε το συρτάρι, και τηλεφώνησε στην αστυνομία.

Ανέκδοτο διήγημα του «Πρόσφυγα»