Καλλιόπη Βαρδάκα: Το απογευματινό σημειωματάριο του μικρομέτοχου – Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Μαζί με το Νίκο Γκάλη γεννήθηκε και το ομορφότερο ελληνικό μπάσκετ

  • 64 χρόνια και ακόμη μονολογούμε το «Τι την έκανε την μπάλα ο θεός;».
Αυτές τις μέρες, που ένας Έλληνας κατέκτησε την κορυφή του ΝΒΑ, που με τη σκληρή δουλειά του, την ταπεινότητά του και τη δίψα του να διακριθεί χάρισε το πρωτάθλημα στους Μπακς μετά από μισό αιώνα, είναι παράλληλα τα γενέθλια του ανθρώπου που άλλαξε για πάντα τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ.
  • Πολλά – πολλά χρόνια πριν γεννηθεί ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, γεννήθηκε ο Νίκος Γκάλης. Δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός – 183 πόντους μπόι είχε, δεν είχε τεράστιο άνοιγμα χεριών, δεν κάρφωνε πάνω από τους αντιπάλους του. Δεν κατάφερε να αφήσει το στίγμα του στο ΝΒΑ, ούτε να πάρει κάποιο πρωτάθλημα εκεί.
Αλλά όταν μιλάμε για εργατικότητα, για θέληση, για σκληρή προπόνηση, μιλάμε για το Νίκο Γκάλη. Τον άνθρωπο με το τόσο «παγωμένο» βλέμμα στο γήπεδο, που σχεδόν σε τρόμαζε: τέτοια συγκέντρωση, δεν πρέπει να έχει ούτε χειρουργός που κάνει την πιο «λεπτή» και δύσκολη επέμβαση.
  • Για όποιον έχει «ζήσει» το Νίκο Γκάλη, με τη φανέλα του Άρη, της Εθνικής, του Παναθηναϊκού, δεν χρειάζεται να πει πολλά: τα πράγματα που έκανε στο γήπεδο, ήταν κυριολεκτικά αδιανόητα. Δεν υπήρξε αντίπαλος που να μην τον νίκησε, δεν υπήρξε άμυνα που να μην την έκανε σμπαράλια, δεν υπήρχε «ψηλός» που να μην έμεινε με την απορία πώς στην ευχή του έβαλε καλάθι «μέσα στα μούτρα του».
Δεν υπήρξε αμυντικό πλάνο αντιμετώπισής του που να μην πήγε περίπατο, δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην πει «πώς γίνεται να περπατάει στον αέρα»; Διότι ο Νικ, με το γερό πάτημα και το δυνατό άλμα, με το «διπλό σπάσιμο μέσης», έμοιαζε πραγματικά σαν να περπατάει στον αέρα. Σαν να μένει λίγα δέκατα του δευτερολέπτου στον αέρα παραπάνω από τους αντιπαλους του – όσο του χρειαζόταν για να φτάσει μέχρι το αντίπαλο καλάθι.
  • Ο Νίκος Γκάλης δούλεψε στη ζωή του όσο ελάχιστοι αθλητές. Θυμάμαι τις παραμονές του Ευρωμπάσκετ του ‘87, που μάζευα αποκόμματα εφημερίδων, να διαβάζω γι’ αυτόν τον τύπο που κάθε πρωί φόραγε ένα γιλέκο με βάρη και έτρεχε μόνος του στην αμμουδιά. Και μετά πήγαινε στο γυμναστήριο και σήκωνε καμιά 300ριά κιλά στο σκουότ, για να φτιάξει ατσάλινους τετρακέφαλους, για να δυναμώσει τη μέση του, για να πατάει γερά στο παρκέ, για να «περπατάει στον αέρα».
Ήταν ο ίδιος τύπος που πήρε την Εθνική Ελλάδας από το χέρι και την έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης, κόντρα στην πανίσχυρη Σοβιετική Ένωση και την πανίσχυρη (ενωμένη τότε) Γιουγκοσλαβία. Ήταν, είναι και θα είναι ο «τι την έκανε τη μπάλα ο θεός;» Ο «κι εσύ Γιαννάκη πάρτους τα μυαλά, κι εσύ Γκάλη ρίξτους στο κεφάλι».
  • Ο «Γκάνγκστερ», ο «Νικ δε Γκρικ», ο Νίκος Γεωργαλής που ήρθε από τις ΗΠΑ για να αλλάξει για πάντα τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ, για να σπρώξει εκατοντάδες χιλιάδες παιδάκια στα γήπεδα «για να γίνουν Γκάληδες», για να εμπνεύσει τους επόμενους σπουδαίους, το Διαμαντίδη, το Σπανούλη, το Ζήση, το Μπουρούση, το Φώτση και τα άλλα παιδιά να αγαπήσουν το μπάσκετ και να συνεχίσουν την κληρονομιά του.

Ήταν, είναι και θα είναι ένας άνθρωπος που αγαπάμε πολύ και σεβόμαστε άπειρα – κι ας μην ήταν ποτέ «δημοσιογραφικός», εξωστρεφής, «έξω καρδιά» και ιδιαίτερα κοινωνικός. Ήταν, είναι και θα είναι η επιτομή του τι μπορείς να γίνεις όταν προσπαθείς και πόσο ψηλά μπορείς να φτάσεις όταν δουλεύεις σκληρά.


Ολυμπιακοί Αγώνες: Μήπως ζούμε την απόλυτη απαξίωσή τους;

Με το 2004 να ανήκει και επίσημα στην ύστερη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, είναι ίσως η ώρα για μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της κορυφαίας αθλητικής διοργάνωσης.

  • Όσο στην Ελλάδα θυμώναμε, και δικαίως, για την έλλειψη συνεννόησης στην τηλεοπτική κάλυψη της προσπάθειας των Πετρούνια και Γκιώνη, φαίνεται πως δεν ήταν και τόσο καθολική αυτή η δίψα για ολυμπιακό θέαμα. Είναι σίγουρα πολύ νωρίς για να μετρήσουμε το ενδιαφέρον του κοινού για τους Ολυμπιακούς αγώνες του Τόκιο, όμως η τηλεθέαση της τελετής έναρξης είναι ένας καλός πρώτος δείκτης.

Σύμφωνα με το NBC μόλις 17 εκ. είδαν την τελετή έναρξης στην Αμερική, λιγότεροι από τους μισούς σε σχέση με αυτούς που είδαν την αντίστοιχη τελετή στο Λονδίνο το 2012 και κατά 36% λιγότεροι σε σχέση με αυτούς που παρακολούθησαν την τελετή των χειμερινών αγώνων του 2018 στην PyeongChang. Η σύγκριση με αυτούς τους χειμερινούς είναι η πιο χρήσιμη καθώς είχε την ίδια διαφορά ώρας με την Αμερική, γιατί μπορεί να υπολογιστεί και η επίδραση αυτού του παράγοντα δυσκολίας. Σαν ένα ακόμα μέτρο σύγκρισης, 17 εκ τηλεθεατές σύγκεντρώνουν περίπου οι πιο ενδιαφέροντες αγώνες των κολλεγιακών πρωταθλημάτων σε αμερικάνικο ποδόσφαιρο και μπάσκετ.

  • Η έλλειψη κοινού και το άδειο στάδιο της τελετής έναρξης, σίγουρα δεν ήταν και το πιο θελκτικό θέαμα και αυτό είναι κάτι που συνέβη σε πολλά αθλητικά γεγονότα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Εκεί που θα περίμενε κανείς η τηλεοπτική μετάδοση να γίνει πιο δημοφιλής, αφού απαγορεύτηκε η είσοδος θεατών, τα αποτελέσματα της τηλεθέασης έδειξαν πως ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει άδεια γήπεδα.

Το 2004 που αναφέραμε και στην αρχή μόνο τυχαίο δεν ήταν. Για εμάς τους Έλληνες μπορεί να ήταν το ορόσημο της ύστερης ιστορίας μας, όμως μια πιο προσεκτική ανάγνωση των όσων ακολούθησαν γύρω από τον θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων δείχνει ότι ήταν κι ένα σημείο καμπής.

Όταν η Αθήνα κέρδισε την ψηφοφορία για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων είχε να ανταγωνιστεί άλλες 11 πόλεις. Το Πεκίνο για να πάρει τη διοργάνωση του 2008 νίκησε 9 και το Λονδίνο για το 2012, άλλες 8. Το πτωτικό μοτίβο του ενδιαφέροντος για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων μοιάζει με την πορεία μέτριων κινηματογραφικών sequel που χάνουν συνεχώς το ενδιαφέρον του κοινού. Το Παρίσι που θα διοργανώσει τους Αγώνες του 2024 είχε να ανταγωνιστεί μόνο μια χώρα, ενώ μόλις ανακοινώθηκε ότι οι Αγώνες του 2032 θα γίνουν στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, μια ανακοίνωση που δεν περιμέναμε με καμία αγωνία καθώς ήταν και μοναδική υποψηφιότητα.

  • Ο εύκολος ένοχος για την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων είναι φυσικά το κόστος. Η σπατάλη του 2004 φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού στις πολλές παρατημένες αθλητικές εγκαταστάσεις, αν και τώρα τελευταία έχουν χορταριάσει τόσο πολύ που κρύβονται κάπως. Όμως ακόμα κι αν γίνει συνετή χρήση των χρημάτων και κατασκευαστούν μόνο πραγματικά χρήσιμες εγκαταστάσεις που θα μπορέσουν με κάποιον τρόπο να αξιοποιηθούν στο μέλλον, αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Η οικονομική εκμετάλλευση των Αγώνων έχει γίνει πολύ πιο συγκεντρωτική από τη ΔΟΕ με αποτέλεσμα τα όποια έσοδα στις χώρες διοργάνωσης να έχουν περιοριστεί δραματικά.

Τα παράπλευρα οφέλη των Ολυμπιακών Αγώνων έχουν εξανεμιστεί και αυτά. Όλοι ξέρουμε ότι έργα όπως η Αττική Οδός, το μετρό και το αεροδρόμιο στα Σπάτα ήταν έργα που λίμναζαν για δεκαετίες και η ανάληψη των αγώνων έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην υλοποίησή τους. Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει πια καθώς ελάχιστες είναι οι πόλεις οι οποίες αναλαμβάνουν τη διοργάνωση χωρίς έτοιμες αυτές τις βασικές υποδομές.

  • Το Λονδίνο και το Ρίο είδαν τη διοργάνωση ως μια ευκαιρία αναβάθμισης των υποβαθμισμένων τους περιοχών. Οι αποτυχημένες απόπειρες gentrification δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, όμως ήταν οι πρώτες που έγιναν σε αυτό το ογκώδες οικονομικό μέγεθος. Δεν είναι παράξενο που ο ενθουσιασμός του 2004 είναι πλέον ανάμνηση. Πριν από κάθε υποψηφιότητα γίνονται σφυγμομετρήσεις και τοπικά δημοψηφίσματα. Στο Σικάγο έγιναν ογκώδεις διαδηλώσεις που απαιτούσαν την απόσυρση της υποψηφιότητας για το 2016, στο Μόντρεαλ οι κάτοικοι βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν την απόσυρση της δικής τους υποψηφιότητας και μοιραία η συζήτηση γύρω από την επόμενη πόλη που θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες έχει μετατραπεί σε μία καυτή πατάτα.

Μία καυτή πατάτα μεταξύ ανεπτυγμένων πόλεων που έχουν σχεδόν έτοιμες όλες τις υποδομές και βρίσκονται όλες στον ανεπτυγμένο κόσμο. Το gentrification των αναπτυσσόμενων χωρών μέσω μεγάλων αθλητικών εκδηλώσεων όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή το Μουντιάλ απέτυχαν πριν καν γίνει η αποτίμησή τους και ήρθε η ώρα να δούμε την επόμενη μέρα.

  • Ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων που ήθελαν να καταπλήξουν την παγκόσμια κοινότητα ανέβασαν το κόστος σε δυσθεώρητα επίπεδα. Τα 51 δις δολάρια που δαπάνησε η Ρωσία για τους χειμερινούς αγώνες στο Sochi το 2014 θα έπρεπε να είναι το καμπανάκι ότι κάτι δεν πάει καλά και όχι το άσπαστο ρεκόρ προϋπολογισμού που πρέπει να σπάσει η επόμενη πόλη.

Οι χορηγίες είναι απαραίτητες για τη διοργάνωση, όμως έγιναν αυτοσκοπός. Ίσως η ΔΟΕ και οι χώρες που αναλαμβάνουν πλέον τη διοργάνωση των Αγώνων να έχουν ξεχάσει τις αρχές με τις οποίες αναστήθηκαν οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, εδώ στην Ελλάδα. Τα ιδεώδη του Ολυμπισμού, όπως η ευγενής άμιλλα μεταξύ αθλητών και ο ουτοπικός, μα πάντα πολύτιμος, στόχος της ειρήνης μεταξύ των εθνών έχουν παραγκωνιστεί.

  • Εμείς οι Έλληνες πονάμε λίγο περισσότερο την υπόθεση των Ολυμπιακών Αγώνων, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε και αλλιώς. Ίσως γι’αυτό μας πείραξε και λίγο παραπάνω που δεν είδαμε σε ζωντανή σύνδεση την προσπάθεια του Πετρούνια. Η κακή τηλεοπτική κάλυψη είναι απλά το σύμπτωμα μιας χρόνιας απαξίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων που έχουν χάσει την ταυτότητά τους. Ας είναι αυτή η οργή η αφετηρία και όχι ο αυτοσκοπός. Ας γίνει η αφορμή για επαναφορά των Ολυμπιακών Αγώνων σε αυτό που αξίζει να είναι, η κορυφαία αθλητική διοργάνωση του κόσμου και μια παγκόσμια γιορτή.

Τα μπράτσα της Γιάννας: Μια βουρδουλιά στη φεμινιστική προβιά 

27.7.2021 | 21:[email protected]
  • Τα μπράτσα της Γιάννας και ο «γκόμενος» της Σάκκαρη ή πώς το αίτημα για πολιτική ορθότητα και οι φεμινιστικές μας ιαχές κάπως πιάνουν ταβάνι, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τα κτηνώδη λεφτά και τη δεξιά.

EXOYME ΦΤΑΣΕΙ –με πολύ κόπο– σ’ εκείνο το ενδιαφέρον σημείο, που θα γίνει μάχη για τη λάθος διατύπωση. Πέφτει πολύ «ξύλο» –και δικαίως– για τη χρήση ορθού λόγου στα social media, στα sites, σε δελτία ειδήσεων και εκπομπές.

  • Πλαντάζουμε (σ.σ.: και το ρήμα χρησιμοποιείται χωρίς καμία ειρωνεία) για το #metoo και για το πώς θα αποβάλουμε από τη ζωή μας τον σεξισμό, τον μισογυνισμό και τον κακοποιητικό λόγο. Αυτολογοκρινόμαστε, διορθώνουμε, ζητάμε συγγνώμη: όποια γυναίκα, άνω των 40, πει ότι μεγάλωσε σε πατριαρχικό περιβάλλον και δεν έκανε καμία προσπάθεια να ξεριζώσει έστω και το παραμικρό απομεινάρι εσωτερικευμένου μισογυνισμού από μέσα της, κάπου λίγο θα αυταπάται. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε. Διαβάζουμε. Ενημερωνόμαστε. Ακούμε. Διορθώνουμε. Και πάλι από την αρχή.

Και μετά από τόση κουβέντα και τόση δουλειά, ξαφνικά –μπουμ!– τα μπράτσα της Γιάννας. Ο «γκόμενος» της Σάκκαρη. Το τέλος των φεμινιστικών μανιφέστων στο Twitter. Το τέλος της αρχής ότι κρινόμαστε όλες υπό το ίδιο δίκαιο πρίσμα, ακόμη κι αν πρόκειται για τις πλέον προκλητικές ή αμφιλεγόμενες περιπτώσεις του δημόσιου βίου. Το τέλος της αξιοπρέπειας, βασικά.

  • Κριτική στο μπράτσο της που χαλάρωσε και στον «γκόμενο» που διάλεξε δεν γίνεται. Η χλεύη του σώματος και της προσωπικής ζωής δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Είναι αυτοεξευτελισμός και ακυρώνει όλη την προηγούμενη δουλειά.

Μάλλον, οι κραυγές περί κακοποιητικού λόγου δεν αφορούν όλες τις γυναίκες απεριόριστα, τελικά. Όταν η κουβέντα γίνεται για κάποιαν κτηνωδώς πλούσια, ε, σηκώνει και λίγο αλατοπίπερο. Επιτρέπεται το λαστιχάρισμα των φεμινιστικών ιδεωδών και των άλλων μαχητικών κατεβατών. Παύει να είναι σεξιστικό / μισογυνιστικό το σχόλιο για την εικόνα του σώματός της. Αποκτά άλλο νόημα η χονδροειδής κριτική, ειδικά αν διατυπώνεται από γυναίκες (!). Είναι φεμινισμός μέχρι εκεί που φτάνουν τα πόδια μας.

  • Λίγο παρακάτω, λίγα tweets και λίγα “what’s on your mind?” έπειτα, εμείς οι ίδιες, που εννοούμε να μην κρινόμαστε για τον «γκόμενο», τον σύζυγο, τον μπαμπά, θα την «πέσουμε» με ασυμμάζευτη μανία στο αυγό ημέρας, που την παλεύει με τη ρακετούλα του, κάπου μακριά από το real life οπτικό μας πεδίο.

Κάτι δεν βλέπουμε σωστά; Μήπως είναι πολιτικό το θέμα, οπότε ας μην πάρουμε θέση και διαταραχθεί η φεμινιστική μας ακεραιότητα; Φυσικά και είναι (και πολιτικό το θέμα). Αλλά ας το συζητήσουμε γι’ αυτό, απογυμνωμένο απ’ οτιδήποτε άλλο. Ας συζητήσουμε για τη Γιάννα, τα έργα και τις ημέρες της, μακριά από τα μπράτσα, τις γάμπες και τα μαλλιά. Ας συζητήσουμε για τη Σάκκαρη, αλλά ας συμφωνήσουμε για τι συζητάμε: για τις αθλητικές της επιδόσεις ή για την επιλογή συντρόφου;

  • Η πρώτη είναι μια κουβέντα με συγκεκριμένο πλαίσιο, η δεύτερη φλερτάρει με το gossip, κατά τον ίδιο τρόπο που η γειτόνισσα μου φρονεί ότι μου άξιζε κάποιος καλύτερος… Με λίγα λόγια, η δεύτερη είναι μια κουβέντα που μπορεί να γίνει μπροστά στην απλωμένη μπουγάδα, κάτω από τις κάσκες του κομμωτηρίου, στην παραλία δίπλα από τα φτυσμένα κουκούτσια του καρπουζιού. Το πράγμα αλλάζει, αν, διαπιστωμένα, η προσωπική ζωή ωφελεί τον δημόσιο βίο, με αξιώματα εκτός αντικειμένου κ.λπ. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο και το συζητάμε, όταν συμβεί.

Και τέλος πάντων, φεμινισμός ανά περίπτωση δεν υπάρχει. «Φεμινισμός» που εμπλέκεται σε μικροπολιτικές κουβέντες με σεξιστικό πλαίσιο είναι φεμινισμός με προβιά. Κριτική στη γυναίκα –στην οποιαδήποτε γυναίκα– για τον τρόπο που πολιτεύεται στη δημόσια σφαίρα γίνεται. Και –αμήν!– να είναι και η πιο εξαντλητική.

  • Κριτική στο μπράτσο της που χαλάρωσε και στον «γκόμενο» που διάλεξε δεν γίνεται. Η χλεύη του σώματος και της προσωπικής ζωής δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά. Είναι αυτοεξευτελισμός και ακυρώνει όλη την προηγούμενη δουλειά. Το αυτό ισχύει και για το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που από χθες χλευάζεται για την εμφάνισή της.

Αυτού του είδους ο (καθόλου) ελαφρύς διασυρμός είναι πισωγύρισμα που –πρόθυμα– πολιτικοποιείται από ανθρώπους και των δύο κομμάτων. Ας συνέλθουν όλοι μαζί, άμεσα.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ


100 χρόνια ινσουλίνη: Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία της ιατρικής, έσωσε τους διαβητικούς

lifo.gr

«Για πολλούς ασθενείς η διάγνωση ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη»

Και τι δεν χρωστά η ανθρωπότητα στους Frederick Grant Banting και Charles Best. Πρόκειται για τους Καναδούς ερευνητές που σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια κατάφεραν να καθιερώσουν την ινσουλίνη ως μέσο θεραπείας του διαβήτη απομονώνοντας ινσουλίνη από το πάγκρεας ενός σκύλου.

  • Για την ανακάλυψη αυτή τούς απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας. Σημαντική συμμετοχή στο επίτευγμά του είχαν ο J.R. MacLeod και ο James Collip, ο οποίος μετέτρεψε το εκχύλισμα παγκρέατος κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο εξής σε κλινικά πειράματα.

«Θεραπεία διαβήτη τύπου 1 δεν υπήρχε, για πολλούς ασθενείς παλαιότερα η διάγνωση ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη» λέει η Τερέζια Σαραμπάι, από το Γερμανικό Κέντρο Διαβήτη και την Πανεπιστημιακή Κλινική του Ντίσελντορφ. Στην Πανεπιστημιακή Κλινική είναι επικεφαλής κλινικών ερευνών, όπως για τον διαβήτη.

  • «Πριν από 100 χρόνια οι άνθρωποι μετά από διάγνωση διαβήτη τύπου 1 ζούσαν δύο χρόνια, οι περισσότεροι πέθαιναν από έλλειψη τροφής, διότι υπόκεινταν σε εξαντλητική δίαιτα. Από τότε οι επιστήμονες υπέθεταν ότι η ασθένεια είχε να κάνει με το πάγκρεας. Σήμερα μόνο στη Γερμανία πάνω από 8 εκ. άνθρωποι πάσχουν από κάποιας μορφής διαβήτη».

Μικρά αποτελεσματικά βήματα

Η ινσουλίνη είναι ορμόνη που εκκρίνεται από το πάγκρεας. Μαζί με το γλυκογόνο ρυθμίζουν το ζάχαρο στο αίμα σε έναν υγιή οργανισμό. Σε έναν μη υγιή υπάρχει πρόβλημα στην έκκριση ινσουλίνης κι εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα. Ο διαβήτης τύπου 1 ξεκινά συνήθως σε νεαρές ηλικίες και χαρακτηρίζεται από μεγάλη έλλειψη ινσουλίνης. Αντίθετα ο διαβήτης τύπου 2 ξεκινά σε μεγαλύτερες ηλικίες και αποτελεί σημάδι ότι το σώμα δεν είναι σε θέση να εκκρίνει αρκετή ποσότητα ινσουλίνης για να ρυθμίσει αποτελεσματικά το ζάχαρο στο αίμα. Και στις δύο περιπτώσεις οι τιμές στο αίμα είναι υψηλές.

  • Τον Ιανουάριο του 1922 η ερευνητική ομάδα για πρώτη φορά κατάφερε να σώσει τη ζωή ενός ασθενούς με ένεση ινσουλίνης, Επρόκειτο για τον 13χρονο Λέοναρντ Τόμσον, που είχε χάσει 30 κιλά και ήταν ετοιμοθάνατος.  Ήδη την ίδια χρονιά η σύγκλητος του Πανεπιστημίου του Τορόντο ίδρυσε επιτροπή ελέγχου βιομηχανικής παραγωγής ινσουλίνης.

Αρχικά, το εκχύλισμα ινσουλίνης προέρχονταν από χοίρους και μοσχάρια. Το 1982 οι ερευνητές κατάφεραν την παραγωγή ινσουλίνης με τη βοήθεια γενετικά τροποποιημένων βακτηριδίων που αντιστοιχεί σε ποσοστό 100% στην ανθρώπινη ορμόνη. Τεχνητή ινσουλίνη στην αγορά κυκλοφορεί από το 1996. Το πλεονέκτημα είναι ότι δρα πολύ πιο γρήγορα από την ανθρώπινη.

  • «Η γενετική τεχνολογία άνοιξε δυνατότητες παραγωγής διαφόρων ειδών ινσουλίνης. Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 αναπτύχθηκε η πρώτη ινσουλίνη ταχείας δράσης, που μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη» λέει η Σαραμπάι. Κοινό γνώρισμα όλων είναι ότι οι ασθενείς θα πρέπει να την παίρνουν τακτικά με υποδόρια ένεση.

Ινσουλίνη σε σπρέι

Για ασθενείς που αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στην ινσουλίνη κυκλοφορεί ένα σπρέι ινσουλίνης από τη μύτη. Βελτιώνει την ευαισθησία απέναντι στην ινσουλίνη και το σημαντικό είναι ότι μειώνει το αίσθημα πείνας του ασθενούς. Έτσι, οι διαβητικοί μειώνουν το φαγητό και μπορούν να ελέγχουν καλύτερα το βάρος τους. Σε αυτό το αποτέλεσμα οδήγησε έρευνα στο Τίμπινγκεν με 52 συμμετέχοντες.

  • Μια άλλη μέθοδος θεραπείας, που ερευνάται από καιρό, είναι η δυνατότητα του λεγόμενου τεχνητού παγκρέατος, που όμως έχει νόημα μόνο σε διαβητικούς τύπου 1. Δεν πρόκειται για απομίμηση του ανθρώπινου οργάνου, αλλά για μια αντλία που στερεώνεται κάτω από τον ομφαλό της κολίας και φέρει μια πολύ λεπτή βελόνα ένεσης. “Το σύστημα λειτουργεί είτε χειροκίνητα οπότε και εγχύνεται ινσουλίνη αναλόγως του πόσο πολύ έχει φάει ο ασθενής, είτε σχεδόν αυτόματα» εξηγεί η Σαραμπάι.

«Με τη βοήθεια ενός συστήματος παρακολούθησης της γλυκόζης η αντλία μπορεί να αποφασίζει πόση ποσότητα ινσουλίνης χρειάζεται ο οργανισμός αναλόγως των τιμών ζαχάρου στο αίμα».

  • Γεγονός παραμένει ότι οι διαβητικοί εφόρου ζωής έπρεπε να ρυθμίζουν τη ζωή τους κατά τέτοιον τρόπο που να μετρούν τακτικά το ζάχαρο με ένα τσίμπημα στο δάκτυλο και να λειτουργούν αναλόγως. Έπρεπε συνεχώς να προβληματίζονται γύρω από το τι επιτρέπεται να τρώνε και τι όχι. Στο μεταξύ υπάρχουν σεμινάρια για διαβητικούς. Μαθαίνουν για την ασθένειά τους και πώς να μετρούν μόνοι τους τους το ζάχαρο.

«Πρόκειται για ένα επίτευγμα, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 80 και συμβάλλει αποφασιστικά στην αυτοδιάθεση του ασθενούς» επισημαίνει η Σαραμπάι. Με αυτόν τον τρόπο η θεραπεία δεν βρίσκεται μόνο στα χέρια του γιατρού. Και με τις νεώτερες θεραπευτικές μεθόδους οι διαβητικοί γίνονται πιο ανεξάρτητοι από ότι παλαιότερα. Παραδείγματα μπορεί κανείς να αναζητήσει ανάμεσα σε επιτυχημένους αθλητές.