Κ. Μίχαλος: “Κλειδί” οι εξαγωγές για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας

Έχει επισημανθεί επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα ότι η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, θα πρέπει να συνδεθεί με τη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με επίκεντρο τις εξαγωγές τόνισε ο πρόεδρος ΚΕΕ και ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος μιλώντας στη διαδικτυακή ενημερωτική εκδήλωση για την υλοποίηση δύο νέων επιδοτούμενων προγραμμάτων επαγγελματικής εξειδίκευσης του ΣΕΒΕ, με την υποστήριξη της Περιφέρειας Αττικής, του ΕΒΕΑ και του ΕΒΕΠ

“Για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς

Η προσπάθεια που γίνεται από τους εξαγωγείς είναι πραγματικά τεράστια. Και οι επιδόσεις που επιτυγχάνουν είναι αξιόλογες, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σήμερα ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής των εξαγωγών αγαθών στο ΑΕΠ, μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ενώ το μερίδιο της χώρας στο παγκόσμιο εμπόριο παραμένει στάσιμο.

Μια από τις βασικές αδυναμίες – που εμποδίζουν την αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών στην ανάπτυξη – είναι η μικρή εξαγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας.

Σήμερα, οι εξαγωγές στηρίζονται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, με λιγότερες από 300 επιχειρήσεις να πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 99% του συνόλου, εξακολουθούν να υστερούν σημαντικά, σε όρους παραγωγικότητας και κατ’ επέκταση εξωστρέφειας.

Αυτό το πρόβλημα οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε.

Για να έχουμε εξωστρεφή οικονομία, χρειαζόμαστε περισσότερες εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Για την ακρίβεια, χρειαζόμαστε περισσότερες σύγχρονες, παραγωγικές και ανταγωνιστικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις.

Σε αυτή την κατεύθυνση, οι προτάσεις των Επιμελητηρίων είναι συγκεκριμένες και έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα.

Πρώτον, χρειαζόμαστε κίνητρα και πολιτικές ενθάρρυνσης της επιχειρηματικής μεγέθυνσης, μέσα από συμπράξεις, συνεργασίες και συγχωνεύσεις.  Κι αυτό γιατί – όπως έχει διαπιστωθεί και από μελέτες – υπάρχει ξεκάθαρα θετική σχέση μεταξύ μεγέθους και εξωστρέφειας. Η μεγέθυνση θα επιτρέψει στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια, να επενδύσουν στην αναβάθμιση των υποδομών και της παραγωγικής τους διαδικασίας. Να αξιοποιήσουν εξειδικευμένο προσωπικό, να διεισδύσουν ευκολότερα σε νέες αγορές και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους θέση.

Δεύτερον, απαιτείται σοβαρή επένδυση στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού και στην καλλιέργεια των κατάλληλων δεξιοτήτων. Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο και απαιτητικό, οι επιχειρήσεις χρειάζονται ανθρώπους με σύγχρονες γνώσεις.

Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για κλάδους – νέους, αλλά και παραδοσιακούς – οι οποίοι μπορούν να αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος για τις ελληνικές εξαγωγές.

Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμα και εν μέσω πανδημίας, οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά. Και οι προοπτικές του κλάδου για το μέλλον είναι ιδιαίτερα θετικές, καθώς αυξάνεται παγκοσμίως η ζήτηση για ποιοτικά, ασφαλή και υψηλής διατροφικής αξίας τρόφιμα.

Αντίστοιχα, ο κλάδος των δομικών υλικών – που αποτελεί ιστορικά σημαντικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας – καλείται να αναπτύξει τις εξαγωγικές του δυνατότητες. Σε μια διεθνή αγορά που αναζητά όλο και περισσότερο πιστοποιημένα προϊόντα, φιλικές προς το περιβάλλον λύσεις και καινοτόμες τεχνολογίες.

Υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη για εξειδικευμένα στελέχη. Που θα μπορέσουν να βελτιστοποιήσουν την παραγωγική διαδικασία, να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν στρατηγικές εξαγωγών, με βάση τις τάσεις και τις ανάγκες κάθε κλάδου.

Τρίτον, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο πλέγμα υπηρεσιών, για τη στήριξη των μικρομεσαίων εξαγωγικών επιχειρήσεων. Υπηρεσίες οι οποίες καλύπτουν τομείς όπως η παροχή πληροφόρησης για κλάδους και αγορές, αλλά και το coaching και η συμβουλευτική, ιδιαίτερα σε θέματα που αφορούν την εκπόνηση επιχειρησιακών σχεδίων, την προετοιμασία δυνητικών πελατολογίων, θέματα τυποποίησης και πιστοποίησης κ.ά.

Τα Επιμελητήρια ήδη εργάζονται συστηματικά σε αυτή την κατεύθυνση.

  • Αποτελώντας βασική πηγή επιχειρηματικής πληροφόρησης για τις διεθνείς αγορές, για πιθανούς εταίρους, για διαδικασίες εξαγωγών κ.λπ.
  • Διοργανώνοντας εμπορικές αποστολές και συμμετέχοντας σε διεθνείς εκθέσεις
  • Διοργανώνοντας δράσεις δικτύωσης, σε συνεργασία με διμερή επιμελητήρια και ξένους φορείς εξωστρέφειας.
  • Υλοποιώντας συστηματικά έρευνες και μελέτες, με σκοπό τη διατύπωση τεκμηριωμένων προτάσεων προς την Πολιτεία.

Οι αναπτυξιακοί πόροι που έχει εξασφαλίσει η χώρα για τα επόμενα χρόνια, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και του νέου ΕΣΠΑ, παρέχουν την ευκαιρία να υλοποιηθούν σημαντικά προγράμματα, με στόχο την ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων.

Κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχία αυτών των δράσεων, είναι η συμμετοχή των φορέων της αγοράς, αλλά και της Αυτοδιοίκησης. Των φορέων που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, γνωρίζουν τα προβλήματα και τις δυνατότητες, ανά περιοχή και κλάδο. Και μπορούν να προτείνουν και να υλοποιήσουν στοχευμένες – άρα πιο αποτελεσματικές – παρεμβάσεις.

Παράλληλα, βεβαίως, θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για τη βελτίωση των ευρύτερων συνθηκών άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Σήμερα, βρισκόμαστε όλοι σε «λειτουργία επιβίωσης» μέχρι να περάσει η πανδημία. Δεν παύει, όμως, να υπάρχει ανάγκη για την αντιμετώπιση προβλημάτων και αδυναμιών που προϋπήρχαν. Ανάγκη για καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση,  περαιτέρω μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών βαρών, μείωση του ενεργειακού κόστους στη μεταποίηση, συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία του κράτους, επιτάχυνση κρίσιμων έργων εθνικής υποδομής, όπως δίκτυα μεταφορών, ψηφιακά δίκτυα, υποδομές logistics κτλ.

Με εξωστρεφές όραμα και συγκροτημένη στρατηγική, η χώρα μας μπορεί να απελευθερώσει στα επόμενα χρόνια τις παραγωγικές της δυνάμεις και να αυξήσει τη συμμετοχή της στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Σε αυτή την προσπάθεια, θα συνεχίσουμε να συμβάλουμε ως Επιμελητηριακή Κοινότητα. Με τις προτάσεις μας προς την Πολιτεία. Με τις υπηρεσίες μας προς τις επιχειρήσεις. Με ουσιαστικό διάλογο και συνεργασία, με τους φορείς της αγοράς και της Αυτοδιοίκησης, με την επιστημονική κοινότητα, με τους κοινωνικούς εταίρους» κατέληξε ο κ. Μίχαλος