Κ. Μίχαλος: Είναι πολλά ακόμη αυτά που πρέπει να γίνουν – Καθοριστικός παράγοντας τα ιδιωτικά κεφάλαια

Η κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων ώστε να επενδύσουν στη χώρα μας, είναι καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία του Σχεδίου Ανάκαμψης. Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Μίχαλος, στη διαδικτυακή εκδήλωση του τμήματος Οικονομικών Επιστημών και της Σχολής Κοινωνικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης με θέμα: “Οικονομική Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη μετά την Πανδημία: Το Στοίχημα της Ανασύνταξης των Εθνικών Παραγωγικών Δυνάμεων”.

Όπως σημείωσε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ: «Η ανάγκη για ουσιαστική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας έχει αναδειχθεί και συζητηθεί επανειλημμένα στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.

Κι αυτό γιατί το προ της κρίσης αναπτυξιακό πρότυπο – ένα πρότυπο στηριγμένο στην κατανάλωση και στις εσωστρεφείς υπηρεσίες – ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τα αδιέξοδα που αντιμετώπισε η χώρα.

Σήμερα η αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος αποτελεί επιτακτική ανάγκη.

Η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία πρέπει να συνδυαστεί με τη  μετάβαση σε ένα νέο, υγιέστερο παραγωγικό μοντέλο. Το οποίο θα επιτρέψει ταχύτερη ανάπτυξη, θα είναι όμως περισσότερο εξωστρεφές. Διαφοροποιημένο, βιώσιμο και ανθεκτικό στις κατά καιρούς αναταράξεις του διεθνούς περιβάλλοντος.

Βλέπουμε εδώ και ένα χρόνο την πανδημία να πλήττει κομβικούς τομείς της οικονομίας, στους οποίους βασίστηκε κατά κύριο λόγο η ανάκαμψη τα προηγούμενα χρόνια.

Βεβαίως μιλάμε κατ’ αρχήν για τον τουρισμό, αλλά και για ένα ευρύτερο πλέγμα δραστηριοτήτων, που αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς πιέσεις: το λιανεμπόριο, η εστίαση, οι μεταφορές κ.ά.

Οι τομείς αυτοί παραμένουν σημαντικοί. Ο τουρισμός είναι και θα εξακολουθήσει να αποτελεί ένα μεγάλο πλεονέκτημα για τη χώρα. Ένα σημαντικό πυλώνα εξωστρέφειας, απασχόλησης, ανάπτυξης.

Οφείλουμε, ωστόσο, να επιδιώξουμε ένα πιο ισορροπημένο αναπτυξιακό μείγμα.

Ο στόχος αυτός περνά μέσα από την ανασύνταξη των εθνικών παραγωγικών δυνάμεων.

Σήμερα, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα από χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής της μεταποίησης στο ΑΕΠ και από τα χαμηλότερα ποσοστά εξαγωγών αγαθών, μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Οι ελληνικές εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων το 2019 ήταν 9,2% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος για εννέα ευρωπαϊκές χώρες, πληθυσμιακά συγκρίσιμες με την Ελλάδα, ανερχόταν στο 38,2%.

Ευκαιρίες για να αυξηθούν αυτά τα ποσοστά, σαφώς υπάρχουν. Η Ελλάδα διαθέτει σπουδαίες δυνατότητες, σε κλάδους όπως είναι η φαρμακοβιομηχανία, η αγροδιατροφή, τα δομικά υλικά, η ναυπηγοεπισκευαστική, η κλωστοϋφαντουργία. Αλλά και σε ανερχόμενους δυναμικούς τομείς, όπως είναι η πράσινη καινοτομία, η περιβαλλοντική βιομηχανία, η υψηλή τεχνολογία, η έρευνα αιχμής.

Υπάρχουν, όμως, και σοβαρά προβλήματα και εμπόδια, που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αυτά είναι λίγο πολύ γνωστά:

  • Είναι η σοβαρή υστέρηση των πάγιων εταιρικών επενδύσεων. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, από το 2010 ως το 2020, το φυσικό κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας μειώθηκε σχεδόν κατά 100 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε σοβαρή υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας. Για να μπορέσει να καλυφθεί αυτό το κενό, θα πρέπει οι επενδύσεις να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 9-10% την επόμενη δεκαετία.
  • Είναι μια κατακερματισμένη παραγωγική βάση, η οποία στηρίζεται σε πολυάριθμες μικρές μονάδες. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε το ΕΒΕΑ σε συνεργασία με την Ernst & Young, οι μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν σήμερα το 99,9% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων. Από αυτές σχεδόν το 97% είναι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες βρίσκονται μόλις στο 40% της παραγωγικότητας του μέσου όρου των ευρωπαϊκών. Οι ελληνικές εξαγωγές στηρίζονται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, με περίπου 270 επιχειρήσεις να πραγματοποιούν το 50% των εξαγωγών.
  • Είναι τα δομικά εμπόδια που υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανιών και αποτρέπουν νέες επενδύσεις: υψηλή φορολογία και υψηλό ενεργειακό κόστος, γραφειοκρατία, αναποτελεσματική λειτουργία της διοίκησης, ελλιπές και δύσβατο χωροταξικό πλαίσιο, καθυστερήσεις στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
  • Είναι η υστέρηση στην καινοτομία. Το γεγονός ότι η γνώση που παράγεται από την έρευνα δεν φτάνει στην παραγωγή. Δεν ενσωματώνεται σε καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτή η ασυνέχεια αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο, ωστόσο στην Ελλάδα ισχύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.

Όλα αυτά τα εμπόδια οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Με σχέδιο, με όραμα και γνώση. Αξιοποιώντας σωστά τους πόρους και τα εργαλεία που διαθέτουμε.

Όσον αφορά τις επενδύσεις: έχουμε στα χέρια μας μια μεγάλη ευκαιρία, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης.

Το σχέδιο που έχει παρουσιάσει η κυβέρνηση για τη διαχείριση των πόρων, διαθέτει αρκετά στοιχεία.

  • Είναι θετική η επιλογή να αντληθεί το σύνολο των διαθέσιμων κονδυλίων, αλλά και η πρόβλεψη για συγχρηματοδότηση επενδυτικών προγραμμάτων με φορείς του ιδιωτικού τομέα. Με τον τρόπο αυτό, μπορούν δυνητικά να διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία κεφάλαια ύψους περίπου 57 δισ. ευρώ, τα οποία θα υποστηρίξουν το επενδυτικό άλμα που έχει ανάγκη η χώρα.
  • Είναι θετική η επιλογή – σε αντίθεση με τα προηγούμενα ΕΣΠΑ – να κατευθυνθούν στοχευμένα οι πόροι σε κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών. Να υπηρετήσουν, με άλλα λόγια, την ανάγκη για αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Παρ’ όλη τη θετική στρατηγική στόχευση, ωστόσο, η επιτυχία του Σχεδίου είναι κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη.

Και θα εξαρτηθεί κυρίως, από το βαθμό στον οποίο το Σχέδιο θα μπορέσει πράγματι να κινητοποιήσει τους ιδιώτες επενδυτές, ώστε να εμπιστευθούν κεφάλαια στη χώρα.

Κι αυτό είναι κάτι που προϋποθέτει, παράλληλα με την παροχή κινήτρων, τη διαμόρφωση ενός επενδυτικού και επενδυτικού περιβάλλοντος το οποίο χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία, προβλεψιμότητα, ποιοτική λειτουργία της διοίκησης και των θεσμών.

Ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, επιμένουμε και θα συνεχίσουμε να επιμένουμε στην επιτάχυνση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων: στο κράτος, στην οικονομία, στο χωροταξικό πλαίσιο, στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία, στη λειτουργία της δικαιοσύνης. Αν κάνουμε πίσω – για μια ακόμη φορά – στις μεταρρυθμίσεις, το αποτέλεσμα θα είναι κατώτερο των προσδοκιών.

Επιμένουμε, επίσης, στην ανάγκη υποστήριξης της επιχειρηματικής μεγέθυνσης. Με κίνητρα και μέτρα, που θα επιτρέψουν την αύξηση του μέσου μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων. Για να μπορούν να παράγουν με χαμηλότερο κόστος, να εστιάσουν στην ποιότητα και στην καινοτομία, να προσελκύσουν εξειδικευμένο προσωπικό, να ενισχύσουν την εξωστρέφειά τους. Γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει την εφαρμογή μιας σειράς κινήτρων από το 2022. Είμαστε εδώ για να τα συζητήσουμε και να συμβάλουμε εποικοδομητικά με τις προτάσεις μας.

Πρέπει να επενδύσουμε πιο συστηματικά στην αναβάθμιση της καινοτομίας. Να ενισχύσουμε το τρίγωνο της γνώσης. Να υποστηρίξουμε ικανές ερευνητικές ομάδες σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Να δημιουργήσουμε κόμβους καινοτομίας. Να παρέχουμε κίνητρα για την προσέλκυση επενδύσεων από μεγάλες εταιρίες του εξωτερικού.

Πρέπει να υποστηρίξουμε την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και τη μετάβαση στο νέο μοντέλο βιομηχανικής παραγωγής, γνωστό ως Βιομηχανία 4.0. Με στοχευμένα κίνητρα και εργαλεία για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε ψηφιακές τεχνολογίες, λύσεις και εφαρμογές. Επενδύσεων που θα επιτρέψουν το μετασχηματισμό των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων σε «έξυπνα» εργοστάσια.

Πρέπει, τέλος, να συνεχίσουμε την προσπάθεια για ένα ευνοϊκότερο φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα για τη μεταποίηση.

Το τελευταίο διάστημα έχουμε δει αρκετές θετικές κινήσεις από την πλευρά της κυβέρνησης, παρά τις συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία.

Είχαμε πρόσφατα τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού για φορολογικές ελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις. Περιμένουμε περισσότερες κινήσεις, όταν οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας το επιτρέψουν. Οφείλουμε, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει σαφής πολιτική βούληση, σε αυτή την κατεύθυνση.

Και βεβαίως, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη μεγάλη προσπάθεια που γίνεται από το υπουργείο Ανάπτυξης, για την άρση εμποδίων και αντικινήτρων, σε όλο το φάσμα της επενδυτικής διαδικασίας.

Βλέπουμε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου να διατηρεί ανοιχτά αυτιά, να επιδιώκει ουσιαστικά το διάλογο με τους φορείς της αγοράς. Για εμάς αυτό είναι σημαντικό. Γιατί πιστεύουμε στην αξία της συνεργασίας, της συναίνεσης, της αμοιβαίας διάθεσης για λύσεις.

Είναι πολλά ακόμη αυτά που πρέπει να γίνουν, με σκοπό να στηριχθεί η παραγωγική αναγέννηση που έχει ανάγκη η χώρα. Παρεμβάσεις σε οριζόντιο επίπεδο, αλλά και σε κλαδικό, προκειμένου να ενισχυθούν τομείς  οι οποίοι παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία.

Εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, θα συνεχίσουμε λοιπόν να προτείνουμε, να συμμετέχουμε υπεύθυνα στο διάλογο και να υποστηρίζουμε κάθε θετική πρωτοβουλία.

Παράλληλα, βέβαια, υποστηρίζουμε και την καλλιέργεια μιας νέας κουλτούρας μεταξύ των επιχειρήσεων. Μια κουλτούρα περισσότερο εστιασμένη στην εξωστρέφεια και στις διεθνείς ευκαιρίες, στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες, σε σύγχρονα μοντέλα διοίκησης και λειτουργίας.

Η ανασυγκρότηση και η διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, είναι μια πρόκληση που αφορά όλους μας. Μια πρόκληση που αφορά τη θέση και το ρόλο της χώρας μας, σε έναν κόσμο που αλλάζει. Αφορά την ευημερία, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, τώρα και στο μέλλον.

Αξίζει, λοιπόν, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να κάνουμε ό,τι χρειάζεται, για να την κερδίσουμε».