Την καθυστέρηση στην ανακοίνωση από τον Ίλον Μασκ σχετικά με την εξαγορά των μετοχών της Twitter Inc διερευνά η επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τη «Wall Street Journal», ο Μασκ αποκάλυψε την αγορά μετοχικού πακέτου 9,2% του Twitter στην αρμόδια επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) στις 4 Απριλίου, με καθυστέρηση τουλάχιστον δέκα ημερών, ενώ είχε ξεπεραστεί το ποσοστό εξαγοράς μετοχικού πακέτου 5%, που είναι το όριο για την υποχρεωτική δημοσιοποίηση της αγοράς μετοχών.
Ένας επενδυτής που έχει στην κατοχή του ποσοστό μεγαλύτερο του 5% των μετοχών μιας εταιρείας, πρέπει να συμπληρώσει ένα έντυπο και να το καταθέσει στη SEC εντός δέκα ημερών. Η κίνηση αυτή έχει τον χαρακτήρα έγκαιρης προειδοποίησης των υπόλοιπων μετόχων ότι ένας μεγάλος επενδυτής μπορεί να επιδιώξει να πάρει τον έλεγχο της εταιρείας.
Η SEC αρνήθηκε να σχολιάσει το δημοσίευμα, ενώ ο εκτελεστικός διευθυντής της Tesla Inc δεν ανταποκρίθηκε άμεσα σε αίτημα σχολιασμού, που του απηύθυνε το Reuters.
Πέρα από την καθυστέρηση, η κατάθεση σχετικών εγγράφων που έκανε ο Μασκ στις 4 Απριλίου χαρακτηρίζει το μετοχικό μερίδιό του ως παθητικό. Με αυτήν την κίνηση δήλωνε προς την αρμόδια επιτροπή ότι δεν σχεδίαζε να εξαγοράσει το Twitter ούτε να επηρεάσει τη διοίκηση ή τη λειτουργία του ως επιχείρηση.
Ωστόσο την επόμενη ημέρα τού προσφέρθηκε μία θέση στο διοικητικό συμβούλιο της Twitter Inc, ενώ περίπου δύο εβδομάδες αργότερα ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο έκλεισε μία συμφωνία 44 δισ. δολαρίων (41,84 δισ. ευρώ) για την εξαγορά του μέσου κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Μασκ έχει ένα μακρύ ιστορικό διενέξεων με την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ. Πρόσφατα ένας Αμερικανός δικαστής τον επέπληξε επειδή προσπάθησε να υπεκφύγει από έναν διακανονισμό με την ίδια επιτροπή, ενώ η SEC απαιτεί την εποπτεία από την ίδια των αναρτήσεων του Μασκ σχετικά με την Tesla στο Twitter.
Τον Απρίλιο, η συνδρομητική έκδοση για την τεχνολογία «Τhe Information» ανέφερε ότι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου διερευνά το αν ο Μασκ παραβίασε έναν νόμο που απαιτεί από εταιρείες και επενδυτές να αναφέρουν συγκεκριμένες εξαγορές μεγάλων μετοχικών πακέτων στις αρμόδιες Αρχές κατά των μονοπωλίων της αγοράς στις ΗΠΑ.