Η Θεσσαλονίκη του Μεγάλου Πολέμου


Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η διαβόητη Γερμανίδα κατάσκοπος Αν Μαρί Λεσέ, η επονομαζόμενη «Δεσποινίς Ιατρός», που έχει γίνει μύθος για τον τρόπο με τον οποίο ξεγλιστρά τη σύλληψη, φθάνει στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός της είναι να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη σχέση των Συμμάχων με τη Βουλγαρία. Εκεί γνωρίζει έναν Γάλλο αξιωματικό, τον λοχαγό Καριέρ, που εργάζεται για το Δεύτερο Γραφείο. Καταλαβαίνει ότι μπορεί να κερδίσει πολλά. Σύντομα όμως ερωτεύεται αυτόν που θα μπορούσε να γίνει ο χειρότερος εχθρός της.

Η συνέχεια επί της οθόνης στην ταινία που γύρισε ο Αυστριακός σκηνοθέτης  Γκ. Β. Παμπστ το 1937 στη Γαλλία, με τίτλο «Θεσσαλονίκη, φωλιά κατασκόπων». Ο εξπρεσιονισμός του Παμπστ δεν ταίριαξε ιδιαιτέρως με τους δρόμους της ανατολίτικης Ανω Πόλης, όπου κυκλοφορούσε η πρωταγωνίστριά του. Ωστόσο, διασώζει στο σενάριό της τον μύθο της μυστηριώδους, γοητευτικής και ταυτοχρόνως επικίνδυνης πόλης που υπήρξε η Θεσσαλονίκη στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.

«Η Θεσσαλονίκη είναι ένα ξέσπασμα πυρετού, κι αν οι πόλεις είχαν καρδιά, απ’ όλες τις καρδιές των πόλεων, αυτή που θα χτύπησε πιο δυνατά θα ήταν της Θεσσαλονίκης. Σε κάθε βήμα που κάνουμε στην παραλία της και στους δρόμους της, αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη συγκίνηση, τον τρόμο, την αγωνία, τον φόβο, την υποψία, τον πανικό». Το απόσπασμα από το άρθρο του A. Λοντρές «Θεσσαλονίκη, φωλιά κατασκόπων», που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1915, στη γαλλική εφημερίδα Le petit Journal. Την ανθολόγηση αυτού και πολλών ακόμη αποσπασμάτων από ένα πλούσιο πρωτότυπο υλικό που αφορά την περίοδο 1915-1918 έχει κάνει ο καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Βασίλης Κολώνας στο βιβλίο του «Η Θεσσαλονίκη στη σκιά του Μεγάλου Πολέμου», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις University Studio Press. Πρόκειται για τη συστηματοποίηση και τον εμπλουτισμό ενός υλικού που είχε ήδη στην κατοχή του, μια «παράπλευρη κατάκτηση», όπως την ονομάζει ο ίδιος, που ήρθε στα χέρια του αναζητώντας εικονογραφικό υλικό για τη διδακτορική του διατριβή στο Παρίσι πριν από χρόνια. «Ανακάλυψα έναν θησαυρό πληροφοριών για τη ζωή στην πόλη, την κοινωνία της, τις αγορές, τα ξενοδοχεία και τους χώρους αναψυχής, τον κύριο πόλο έλξης των στρατευμένων που αναζητούσαν μια όαση χαράς στις ολιγοήμερες άδειές τους. Και όλα αυτά μέσα από ανταποκρίσεις απεσταλμένων ευρωπαϊκών εφημερίδων και περιοδικών, προσωπικά ημερολόγια στρατευμένων και λησμονημένα κείμενα εποχής τα οποία –παράλληλα με την επίσημη ιστορία– κατέγραφαν τις προσωπικές εμπειρίες και την καθημερινότητα αυτών που ο πόλεμος έφερε σ’ αυτήν τη μακρινή γωνιά της Ανατολής», γράφει στο εισαγωγικό του σημείωμα.


Η είσοδος του εστιατορίου «Βερντέν» στη λεωφόρο Νίκης.

Τον βρήκαμε στη Θεσσαλονίκη, την πόλη του, για την οποία έχει μιλήσει σε μια σειρά από μελέτες στο πλαίσιο της έρευνάς του για την ιστορία της αρχιτεκτονικής του 19ου και 20ού αιώνα στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Με τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την εποχή που η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού των δυνάμεων της Αντάντ, και «η παλιά ελληνική-τουρκική μητρόπολη έγινε ανεξάρτητα με τη θέλησή της ένα κέντρο φιλοξενίας γι’ αυτούς», όπως έγραφαν έντυπα της εποχής, η πόλη βρέθηκε στο προσκήνιο επετειακών εκδηλώσεων. Το «Μαργαριτάρι του Αιγαίου», η «Τρουβίλ της Ανατολής», η «Μασσαλία του Λεβάντε», το «Βερντέν του Αιγαίου», το «σταυροδρόμι των εθνών», η «Βαβέλ των φυλών» βεβαίως δεν υπάρχει πια. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 κατάπιε το κέντρο της πόλης. «Οι Θεσσαλονικείς βέβαια επέζησαν, αλλά όχι τα κτίρια», λέει ο Βασίλης Κολώνας. «Ούτε αυτά που σώθηκαν από τη φωτιά δεν έχουν διατηρηθεί, πόσο μάλλον τα ερείπια. Ελάχιστα ανάμεσά τους θυμίζουν ότι στα ίδια αυτά σημεία της σημερινής πόλης, στην παλιά παραλία, στο λιμάνι, στην πλατεία Ελευθερίας, στη Βενιζέλου, στη Φράγκων, πριν από 100 χρόνια υπήρξε μια άλλη πόλη που αγαπήθηκε απ’ όλους όσους έζησαν σ’ αυτήν, έστω και για λίγο, έστω και σε ώρες πολέμου».


Η παρουσία του συμμαχικού στρατού στην περιοχή του Τελωνείου.

Τι διασώζεται σήμερα από εκείνη την περίοδο που η Θεσσαλονίκη ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου, ρωτήσαμε τον συγγραφέα.

«Φοβάμαι ότι μόνον το κοιμητήριο του Ζέιτενλικ έχει μείνει, και η ορθογραφία των ονομάτων εκεί και στο κοιμητήριο της Μίκρας που μαρτυρούν τις πατρίδες των πεσόντων. Κι όλες αυτές οι διηγήσεις στις οποίες ο πλούτος των περιγραφών διαφυλάσσει την ατμόσφαιρα μιας πόλης που πέρασε την τελευταία ξέγνοιαστη περίοδό της πριν από την πυρκαγιά, την έλευση των προσφύγων και την αναχώρηση της εβραϊκής κοινότητας. Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο άλλαξε ο χώρος, με τον Β’ η σύσταση του πληθυσμού των κατοίκων». «Εάν θέλετε διακοπάς, πηγαίνετε εις την Θεσσαλονίκην», τραγουδούσαν οι ηθοποιοί στις μουσικές σκηνές το καλοκαίρι του 1917 διακωμωδώντας τις συνθήκες ζωής των στρατευμένων στη πόλη.

Η μεγάλη στρατιά της Ανατολής, αυτή που ο Κλεμανσό είχε χαρακτηρίσει δηκτικά ως «κηπουρούς της Θεσσαλονίκης», λόγω της στασιμότητας των εξελίξεων, περνούσε ατέλειωτες ώρες στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο περιμένοντας τα πολεμικά γεγονότα.


Αφίσα της ταινίας «Θεσσαλονίκη, φωλιά των κατασκόπων». 

600.000 «κηπουροί»

Στο τεράστιο στρατόπεδο των συμμάχων στο Ζέιτενλικ, είχαν συγκεντρωθεί όλες οι υπηρεσίες, οι προμήθειες και τα εφόδια για τη συντήρηση και την τροφοδοσία 600.000 ανδρών. Εφθασαν εδώ από τις άκρες της υφηλίου για να επανδρώσουν τον αποικιακό στρατό των Βρετανών και των Γάλλων χωρίς να ξέρουν τίποτε για την πόλη που θα τους φιλοξενούσε μέχρι το τέλος του πολέμου.


Απόψεις της Θεσσαλονίκης (The Illustrated News, 13.10.1915).

«Οι πιο ενημερωμένοι ήξεραν ότι επρόκειτο για το μεγαλύτερο αστικό κέντρο των Βαλκανίων δυτικά της Κωνσταντινούπολης, αλλά μέχρι εκεί. Οι στρατιώτες που αποβιβάζονταν εδώ έβλεπαν κατ’ αρχάς αυτό που περίμεναν, σύμφωνα με όσα είχαν ακούσει. Στην πραγματικότητα εύρισκαν μια πόλη που το κάτω τμήμα της ήταν εντελώς ευρωπαϊκό. Ανηφορίζοντας προς την Ανω Πόλη και τις τούρκικες συνοικίες ανακάλυπταν την Ανατολή όπως την περίμεναν και την είχαν φανταστεί», λέει ο Βασίλης Κολώνας. Κατά τη διάρκεια της πρώτης έρευνάς του μίλησε με την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, που κατοικούσε στη συνοικία των Εξοχών, και την παρακάλεσε να του περιγράψει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην πόλη εκείνα τα χρόνια. «Μου τόνισε την κυριαρχία του γαλλικού πνεύματος, τη συμπάθεια των Θεσσαλονικέων προς τους Γάλλους στρατιώτες, την επαφή τους με το εβραϊκό στοιχείο λόγω της γαλλικής γλώσσας, την κλειστή κοινωνία της πόλης, αλλά και το πόσο ευπρόσδεκτοι ήταν –παρ’ όλα αυτά– οι Γάλλοι αξιωματικοί στα σπίτια της υψηλής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Kαι μου εμπιστεύθηκε τις αναμνήσεις της από τα πρώτα μαθήματα φωνητικής που της παρέδιδε κατ’ οίκον ένας Γάλλος τενόρος, στρατευμένος στη στρατιά της Ανατολής».


Γάλλος αξιωματικός στην αγορά της πόλης,εικόνα εξωφύλλου της έκδοσης «Un Parisien a Salonique», 1918.

Ενα αλισιβερίσι από πολύχρωμο κόσμο

«Ομως εκείνο που με έκανε να φαντάζομαι ότι ζω σε άλλον κόσμο, ήταν το αλλόκοτο πλήθος των ανθρώπων και των στολών που γέμιζαν τους δρόμους. Τι Γάλλοι στρατιωτικοί με τα ανοιχτογάλαζα αμπέχονα. Επειτα τα ναυτάκια με τις λευκές τους στολές και τα άσπρα μπερέ με τις κόκκινες φούντες. Οι Αγγλοι, με τα κοντά αποικιακά βρακάκια, οι αξιωματικοί τους με ένα μικρό ραβδί από μπαμπού υπό μάλης, οι Σέρβοι με τα περίεργα δίκοχα και την πρασινωπή στολή, τα φανταράκια τα δικά μας, όλα στο χακί, με μακριές τυλιχτές λωρίδες στις γάμπες, οι Ινδοί με τουρμπάνια, οι Σενεγαλέζοι που τους συκοφαντούσαν ότι τάχα τρώνε τα παιδιά. […] Ενα αλισιβερίσι από πολύχρωμο κόσμο, που αλώνιζε τους δρόμους σαν να μην ήξερε πού να πάει». Θ. Πετσάλης – Διομήδης, «Οι δρόμοι του Δαιδάλου», εκδ. Εστία.

Έντυπη KAΘΗΜΕΡΙΝΗ