EY: Το οικονομικής φύσης έγκλημα δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις συμμόρφωσης για τις ελληνικές επιχειρήσεις

Στις παραμέτρους που συνθέτουν το πολύπλοκο παζλ των εγκλημάτων οικονομικής φύσης και τον τρόπο που επηρεάζουν την ομαλή συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώςκαι τη διαχείρισή τους, επικεντρώθηκε τοwebcast που διοργάνωσε η ΕΥ Ελλάδος, την Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020.

Κατά την εισαγωγή του, ο κος Γιάννης Δρακούλης, AssociatePartner και Επικεφαλής του Τμήματος Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος, τόνισε τον αυξημένο βαθμό πολυπλοκότητας που παρουσιάζει το οικονομικόέγκλημα σήμερα, ειδικότερα, εν μέσω της εκτεταμένης αβεβαιότητας που προκαλεί η πανδημία.

Στη συνέχεια, η κα Κατερίνα Παυλάκη, AML-CFT Professional, εξωτερική σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, παρουσίασε συνοπτικά τους στόχους των φορέων που θέτουν τα νομικά και κανονιστικά πλαίσια για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος.

Ο κος Πάρης Πανίδης, Manager στο Τμήμα Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρθηκε σε μια σειρά από αδικήματα τα οποία εντάσσονται στα εγκλήματα οικονομικής φύσης,όπως η απάτη, το ηλεκτρονικό έγκλημα, η δωροδοκία και η διαφθορά, δίνοντας έμφαση στον ειδικότερο κίνδυνο που ενσωματώνουν τα Πολιτικά ΕκτεθειμέναΠρόσωπα. Τόνισε ότι το ξέπλυμα χρήματος αποτελεί από μόνο του οικονομικής φύσης έγκλημα, ενώ είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την ένταξη του χρηματικού αποτελέσματος των παραπάνω αδικημάτων στην πραγματική οικονομία. Επιπλέον, ο ομιλητής αναφέρθηκε στις επτά γενικές κατηγορίες προσώπων ή οντοτήτων που συνήθως τα διαπράττουν.

Παράλληλα, η κα Παυλάκη, υπογράμμισε ότι, για να ευδοκιμήσει, το οικονομικό έγκλημα χρειάζεται και το ανάλογο περιβάλλον διαφθοράς, ενώ σχετικά περιστατικά παρατηρούνται ακόμη και στις πιο αυστηρά ρυθμιζόμενες δικαιοδοσίες, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Παρουσιάστηκαν, επίσης και δύο πρόσφατα περιστατικά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, και εμφάνιζαν όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τα μέρη του ίδιου περίπλοκου παζλ κινδύνων.

Οι συμμετέχοντες στο webcast κλήθηκαν να αναφέρουν περιστατικά οικονομικού εγκλήματος που οι ίδιοι έχουν διαχειριστείστον οργανισμό τους. Από τις απαντήσεις προέκυψε ότι το ξέπλυμα χρήματος (58%), η υπεξαίρεση (55%) και τα περιστατικά διαφθοράς (48%),είναι οι εκδοχές του οικονομικού εγκλήματος που έχουν κυρίως αντιμετωπίσει οι οργανισμοί.

Για να αντιμετωπιστούν εποικοδομητικά ανάλογες προκλήσεις, όπως αυτές που ανέφεραν οι συμμετέχοντες, η κα Παυλάκη πρότεινε και ανέλυσε τον τρόπο που η υιοθέτηση τριών βασικών βημάτων μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τους οργανισμούς, τόσο στην πρόληψη, όσο και στη διαχείρισή τους, με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των καθημερινών εργασιών.

  • Εντοπισμός των κινδύνων: Σύνθεση ενός ενδελεχούς πίνακα (matrix) που θα αναλύει όλους τους αναγνωριζόμενους κινδύνους του οργανισμού.
  • Διαχείριση των κινδύνων: Εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών ελέγχου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα των συλλεγόμενων δεδομένων και την εξειδικευμένη εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού.
  • Διαχείριση της επιβάρυνσης: Χρήση των, κατά περίπτωση, κατάλληλων και ανάλογων ψηφιακών τεχνολογιών νέας γενιάς, παράλληλα με τη διαμόρφωση εξειδικευμένης ομάδας για την επεξεργασία των δεδομένων, προκειμένου να επιτυγχάνονται συνολικές οικονομίες κλίμακας.

Στη συνέχεια, ο κος Πανίδης αναφέρθηκε στις πρόσφατες σχετικές εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο, ενώ η κα Παυλάκη ανέλυσε το θέμα των κρυπτονομισμάτων (cryptocurrencies), σε σχολιασμό της 5ης Οδηγίας της ΕΕ για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρήματος.

Η ομιλήτρια, εξειδίκευσε τους σχετικούς κινδύνους που αναδύονται στον κλάδο της ναυτιλίας, ο οποίος είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένος στο παγκόσμιο οικονομικό έγκλημα, αλλά και στις επιπτώσεις των διεθνών κυρώσεων που επιβάλλονται, είτε ως αποτέλεσμα αυτού, είτε ως γεωπολιτικό εργαλείο. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίστηκε η κρισιμότητα διεξαγωγής ελέγχων δέουσας επιμέλειας (duediligence) σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής / συναλλακτικής αλυσίδας, για τον εντοπισμό κινδύνων που σχετίζονται με τρίτα μέρη, και την αποφυγή περιστατικών ξεπλύματος χρήματος στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. Στο σημείο αυτό, έγινε ειδική αναφορά στις περιπτώσεις ξεπλύματος χρήματος μέσω συναλλαγών διεθνούς εμπορίου.

Ειδική αναφορά έγινε και στο καθεστώς επιβολής των διεθνών κυρώσεων. Ο κος Πανίδης εξήγησε ότι οι οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις εξελίσσονται συνεχώς και καθίστανται ολοένα και πιο περίπλοκες, υπογραμμίζοντας ότι οι οργανισμοί που έχουν διασυνοριακή δραστηριότητα πρέπει να κατανοήσουν τις πιθανές επιπτώσεις τους, και να προβούν σε σχεδιασμό της ορθής και έγκαιρης αντιμετώπισή τους.

H κα SaskiaRietbroek, ExecutiveDirector, AssociationofCertifiedSanctionsSpecialists (ACSS), αναφέρθηκε ειδικά στις κυρώσεις που επιβάλλονται σε ναυτιλιακές εταιρείες από το “OfficeofForeignAssetsControl (OFAC)” των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγώντας ότι αυτές έχουν εξωεδαφική ισχύ και επιφέρουν σημαντικές συνέπειες στους πληττόμενους οργανισμούς, όπως κατάσχεση φορτίων και υψηλά πρόστιμα. Αφού ανέλυσε σειρά διεθνών “case-studies”, η κα Rietbroek παρουσίασε ένα πλαίσιο ελέγχου συμμόρφωσης με τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, το οποίο μπορούν να υιοθετήσουν, τόσο ναυτιλιακές εταιρείες, όσο και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με ιδιαίτερη έκθεση στον κλάδο της ναυτιλίας.

Σε σχετική ερώτηση, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (71%) δήλωσαν ότι έχουν λάβει, τόσο τα κατάλληλα προληπτικά, όσο και κατασταλτικά μέτρα, για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις διεθνείς κυρώσεις. Αντίθετα, μόλις 5% έκριναν ότι τέτοια μέτρα δεν είναι απαραίτητα για τον οργανισμό τους.

Εν συνεχεία, η κα Παυλάκη ανέλυσε πώς ένας οργανισμός μπορεί να προστατεύεται από τις επιπτώσεις των κυρώσεων, ανεξαρτήτως του κλάδου και της περιοχής δραστηριότητάς του, με την τήρηση σχεδίων πρόληψης και αποφυγής κινδύνων. Ειδικότερα, τα στάδια που πρέπει να αξιολογούνται σε κάθε περίπτωση, είναι προ της εφαρμογής (με μέτρα που να εξασφαλίζουν την τήρηση των σχετικών κανόνων, να προβλέπουν την έλευση πιθανών κινδύνων και την ανάγκη τυχόν μεταβολής επιχειρηματικών πρακτικών), κατά τη διάρκεια (με την εξεύρεση τρόπου μείωσης τυχόν ζημιών), αλλά και μετά την άρση των σχετικών κυρώσεων (με την αξιολόγηση κινδύνων που μπορεί να συνοδεύουν μία επιχειρηματική ευκαιρία).

Κλείνοντας, ο κος Δρακούλης δήλωσε: «Το οικονομικό έγκλημα αποσταθεροποιεί την καθημερινή επιχειρηματική δράση των οργανισμών, ενώ πρόσφατα παραδείγματα έχουν δείξει ότι κανένας οργανισμός, ή ακόμη, και δικαιοδοσία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως ασφαλής από ανάλογα περιστατικά. Η έγκαιρη χαρτογράφηση και κατανόηση των κομματιών που συνθέτουν αυτό το πραγματικά περίπλοκο παζλ κινδύνου, θα βοηθήσει τους οργανισμούς να αναπτύξουν αποτελεσματικότερους μηχανισμούς διαχείρισης των σχετικών προκλήσεων, και να συμμορφωθούν με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο».