Λιγότερο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους σε σχέση με τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εμφανίζονται οι Έλληνες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. Ο δείκτης ικανοποίησης για το 2022 -σε μiα κλίμακα από 0 έως 10- ήταν 6,7 για την Ελλάδα έναντι 7,1 κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. H Βουλγαρία με 5,6 και η Γερμανία με 6,5 ήταν οι μοναδικές χώρες που βρέθηκαν κάτω από τη δική μας.
Στον κορυφή της λίστας βρίσκεται η Αυστρία (7,9) και ακολουθούν η Φινλανδία, η Πολωνία και τη Ρουμανία (7,7 η καθεμία). Από κοντά ακολουθούν το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες (7,6 και οι δύο).
Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον δείκτη ικανοποίησης από τη ζωή
Σε όλες τις χώρες, εκτός από τη Βουλγαρία, ο μέσος όρος της ικανοποίησης από τη ζωή ήταν πάνω από 6, πράγμα που σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ε.Ε. δήλωσαν μάλλον ικανοποιημένοι παρά δυσαρεστημένοι.
Ο δείκτης ικανοποίησης είναι πολυπαραγοντικός και μπορεί να επηρεαστεί από την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης, την οικογενειακή και την οικονομική κατάσταση, καθώς και από τις διαφορετικές εμπειρίες, επιλογές, προτεραιότητες και αξίες των ατόμων.
Μια αναλυτικότερη ματιά των δεικτών της Eurostat δείχνει πως οι Βορειοευρωπαίοι εμφανίζονται σε γενικές γραμμές πιο ικανοποιημένοι από τη ζωή τους σε σχέση με τους κατοίκους της Μεσογείου, των χωρών της Βαλτικής και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
Το εισόδημα είναι προφανώς ένας παράγοντας που καθορίζει τον δείκτη ικανοποίηση. Οι πιο εύποροι τείνουν να είναι περισσότερο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους σε σχέση με όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα.
Επίσης, οι νεότεροι τείνουν να είναι πιο ικανοποιημένοι σε σχέση με τους πιο ηλικιωμένους. Ο δείκτης ικανοποίησης των νέων Ελλήνων, ηλικίας 16-29 ετών, ήταν 0,8 μονάδες υψηλότερος σε σχέση με αυτούς που είχαν ηλικία άνω των 65 ετών.
Τέλος, η ικανοποίηση είναι επίσης υψηλότερη κατά μέσο όρο και για όσους έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, το οποίο βέβαια αντανακλάται σε κάποιον βαθμό και στο εισοδηματικό επίπεδό τους.