Είναι οι Γερμανοί φιλότουρκοι; Του Ανδρέα Μήλιου**

Του Ανδρέα Μήλιου

Τον τελευταίο καιρό γράφονται πολλά για την ουδέτερη στάση που τηρεί η Γερμανία στις προκλήσεις της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας και της Κύπρου και οι περισσότεροι ειδικοί και μη ειδικοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί είναι φιλότουρκοι. Αν δει κανείς την πραγματικότητα επιφανειακά θα δικαιώσει την άποψη αυτή. Όμως, τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα. Όποιος είναι εξοικειωμένος με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή και σύσταση της γερμανικής κοινωνίας, γνωρίζει πως ο φιλοτουρκισμός στη Γερμανία εκπροσωπείται και υποστηρίζεται από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ και όχι από τον λαό.

  • Ο γερμανικός λαός δεν τρέφει φιλικά αισθήματα ούτε για την Τουρκία, ως αυταρχικά κυβερνώμενη χώρα, ούτε για τα 3,5 περίπου εκατ. Τούρκους που ζουν στη Γερμανία. Στις έρευνες που ιχνηλατούν την εκτίμηση και την υπόληψη των Γερμανών για τις μεταναστευτικές πληθυσμιακές ομάδες της Γερμανίας, οι Τούρκοι μετανάστες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις, μαζί με τους Ασιάτες και τους Αφρικανούς.

Η ανελεύθερη θέση της γυναίκας, η αντιμετώπισή της ως κτήση του συζύγου, η πολυγαμία, η μαντίλα, ο απόλυτος καθορισμός του τρόπου ζωής από τη θρησκευτικότητα, κ.ά. δεν θέλγουν κανέναν σε μια χώρα που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει παγιώσει τη σχεδόν απόλυτη ισότητα των φύλων. Δεν τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση για ανθρώπους που ζουν σε κλειστά γκέτο, δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια ενσωμάτωσης στην κοινωνία που ζουν και μετέρχονται διάφορα μέσα για να εκμεταλλευτούν το πλουσιοπάροχο κοινωνικό κράτος.

  • Σε απόλυτη αντίθεση με τα αισθήματα του γερμανικού λαού είναι τα συμφέροντα (και όχι τα αισθήματα) των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας απέναντι στην Τουρκία. Προτάσσω τα οικονομικά αντί των πολιτικών συμφερόντων, διότι τα πρώτα είναι αυτά που καθορίζουν διαχρονικά τις συντεταγμένες που οφείλει να ακολουθεί η γερμανική πολιτική.

Στη Γερμανία η Πολιτική είναι παρακολούθημα των οικονομικών συμφερόντων. Τα τελευταία με τις αδρές, κρυφές και φανερές, χρηματοδοτήσεις προς όλα τα κόμματα καταφέρνουν να προωθούν στην εξουσία άχρωμες και χειραγωγίσιμες από αυτά ηγεσίες. Η πρακτική αυτή έχει στρατηγικό χαρακτήρα, είναι διαχρονική και αγκαλιάζει όλο το πολιτικό φάσμα. Από τους Πράσινους μέχρι τους Χριστιανοκοινωνιστές.

  • Τέσσερα χαρακτηριστικά παραδείγματα επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα:

α) Όταν ο ευνοούμενός τους Χέλμουτ Κολ έγινε πολιτικά ισχυρός και αυτονομήθηκε, τα οικονομικά συμφέροντα αποκάλυψαν σκάνδαλο κρυφής χρηματοδότησης του κόμματός του για να τον καθαιρέσουν και να φέρουν στην καγκελαρία την Άγκελα Μέρκελ, μια πρώην προσκοπίνα του σοβιετικού κομμουνισμού (μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατ. Γερμανίας). Σε ολόκληρη την αναπτυγμένη πρώην Δυτ. Γερμανία δεν βρέθηκε ένας αξιόλογος πολιτικός για να τον διαδεχθεί ή η επιλογή αυτή ήταν επίδειξη ισχύος των οικονομικών συμφερόντων προς τη Δυτική πολιτική τάξη;

  • β) Το 1966-1969, περίοδο που η Σοσιαλδημοκρατία μεσουρανούσε στη Βόρεια Ευρώπη και τη Σκανδιναβία, τα οικονομικά συμφέροντα υποχρέωσαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες να συγκυβερνήσουν. Φυσικά, το ίδιο συμβαίνει και σήμερα εδώ και αρκετά χρόνια.

γ) Τα ίδια οικονομικά συμφέροντα εξημέρωσαν τους Πράσινους, που ξεκίνησαν ως σκληροί ακτιβιστές τη δεκαετία του ’80, και τους ανέδειξαν σε κυβερνητική δύναμη την πρώτη δεκαετία της νέας Χιλιετίας (συγκυβέρνησαν με τους Σοσιαλδημοκράτες), ενώ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις φέρονται πως μπορεί να αναδειχθούν ακόμα και πρώτη δύναμη στις επικείμενες ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου.

  • δ) Ο πρώην σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ ανταμείφθηκε για τις υπηρεσίες του προς το οικονομικό κατεστημένο με μια θέση στη Διοίκηση του ρωσικού κολοσσού φυσικού αερίου Gazprom.

Η έκφραση αυτής της ισχύος από τα οικονομικά συμφέροντα είναι εξηγήσιμη και εφικτή από έναν κύριο λόγο: Σε αντίθεση με τις άλλες προηγμένες χώρες, όπου η βιομηχανία ελέγχεται από συνεργαζόμενα επενδυτικά Funds, στη Γερμανία τον έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων τον έχουν παραδοσιακά οι οικογένειες.

  • Η συνθήκη αυτή παρέχει τη δυνατότητα σύναψης στενών και εμπιστευτικών διαπροσωπικών σχέσεων τόσο μεταξύ των επιχειρηματικών οικογενειών, όσο και μεταξύ των πολιτικών στελεχών, η οποία, με τη σειρά της, ευνοεί τη λήψη αποφάσεων που δεν κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν ποτέ, εκτός κι’ αν το θελήσουν οι ίδιοι.

Πίσω στο θέμα μας. Οι φιλοτουρκικές θέσεις των οικονομικών ελίτ της Γερμανίας έχουν μακρά ιστορία. Γερμανία και Τουρκία υπήρξαν σύμμαχοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στον Β’ η Τουρκία τήρησε ουδέτερη στάση απέναντι στη φασιστική επιδρομή του Χίτλερ. Φυσικά είχε λόγο σοβαρό, αφού γερμανικές επιχειρήσεις ήταν εγκατεστημένες στο έδαφος της Τουρκίας ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου.

  • Σήμερα, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας είναι ιδιαίτερα σημαντικές και για τις δύο χώρες. Οι εισαγωγές της Γερμανίας από την Τουρκία ανέρχονται στα 20 δις και οι εισαγωγές της Τουρκίας από την Γερμανία στα 16 δις. Επτάμισυ χιλιάδες γερμανικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε τουρκικό έδαφος και 80.000 τουρκογερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Γερμανία. Οι τελευταίες απασχολούν 500.000 εργαζόμενους και πραγματοποιούν τζίρο 50 δις περίπου. Στη Γερμανία ζουν 3,5 περίπου εκατ. Τούρκοι, πολλοί από τους οποίους έχουν αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα.

Με άλλα λόγια, σήμερα, μεγάλο μέρος της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής παράγεται στην Τουρκία, η οποία είναι η πλησιέστερη στη Γερμανία χώρα παραγωγής γερμανικών προϊόντων, με φθηνό εργατικό κόστος και “πειθαρχημένο” εργατικό δυναμικό που δεν αναλώνεται σε διαρκείς συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα.

  • Η Παραγωγή χρειάζεται σταθερό οικονομικό και εργατικό περιβάλλον για να επενδύσει. Και αυτό το προσφέρει η νοοτροπία του εργατικού ανθρώπινου δυναμικού της Τουρκίας και τα οικονομικά προνόμια που της παρέχει το πολιτικό σύστημα. Είναι τυχαίο που ο κλάδος της μεταποίησης γερμανικών ενδυμάτων που ανθούσε για δεκαετίες στη Βόρεια Ελλάδα μετακόμισε στην Τουρκία; Είναι τυχαίο που η Ζίμενς/Πίτσος έκλεισε το εργοστάσιό της στην Αθήνα και μετέφερε τη δραστηριότητά του στην Τουρκία;

Τέλος, και κάτι που δεν έχει επισημανθεί μέχρι σήμερα από κανέναν. Η ελληνική Διασπορά της Γερμανίας, που με αυξομειώσεις ανέρχεται στις 300.000 με 350.000, δεν κατάφερε, ούτε στο ελάχιστο, να επηρεάσει θετικά το γερμανικό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον και να προωθήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας στη Γερμανία.

  • Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες μετανάστες είναι οικονομικά πιο εύποροι από τους Τούρκους και σαφώς περισσότερο συμπαθείς και κοινωνικά αποδεκτοί από τους Τούρκους. Αντίθετα, η τουρκική Διασπορά έχει δώσει στη γερμανική πολιτική σκηνή 3 Ευρωβουλευτές, 16 Βουλευτές στην Ομοσπονδιακή Βουλή, 48 Βουλευτές στα Κοινοβούλια των Ομόσπονδων Κρατιδίων και πολλούς εκπροσώπους στα Δημοτικά Συμβούλια. Μετά από όλα αυτά, θέλει πολύ σκέψη για να εξηγήσει κανείς τη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Τουρκία;

** Ο κ. Ανδρέας Μήλιος είναι διδάκτορας του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, οικονομολόγος. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Εταιρική ταυτότητα και εικόνα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ.