«Έφυγε» από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά

«Έφυγε» σήμερα το απόγευμα από τη ζωή η κορυφαία Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά σε ηλικία 89 ετών, ύστερα από σύντομη νοσηλεία, κατά την οποία είχε υποστεί ανακοπή καρδιάς.

Η Κική Δημουλά εισήλθε σε μονάδα εντατικής θεραπείας, ωστόσο δεν κατάφερε να κρατηθεί στη ζωή.

Το ιατρικό ανακοινωθέν αναφέρει: «Η ακαδημαϊκός και ποιήτρια κα. Κική Δημουλά προσήλθε  στο Θεραπευτήριο ΥΓΕΙΑ στις 02/02/20 λόγω χρόνιας αναπνευστικής ανεπάρκειας. Σήμερα στις 22/02/20 και ώρα 17:56 απεβίωσε λόγω καρδιακής ανακοπής σε έδαφος σοβαρής χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας και καρδιακής ανεπάρκειας».

Η ζωή της

Γεννημένη στη Βασιλική Ρόδου στην Αθήνα το 1931, η ποιήτρια Κική Δημουλά, με καταγωγή από την Μεσσηνία, διορίστηκε το 1949, σε ηλικία μόλις 18 ετών, στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο πατέρας της έκανε χρήση του προνομίου των παλαιότερων υπαλλήλων της Τραπέζης των οποίων τα παιδιά διορίζονταν χωρίς εξετάσεις κι έτσι η νεαρή Βασιλική, όπως έχει η ίδια δηλώσει σε συνεντεύξεις της, δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ζήσει ανέμελα φοιτητικά χρόνια όπως άλλοι συνομήλικοί της. Το 1952 παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Δημήτρη (1956) και την Έλση (1957).

Η Κική -Δημουλά πλέον- συνέχισε να εργάζεται στην Τράπεζα έως το 1974. Μάλιστα, στην Τράπεζα, στο περιοδικό Κύκλος των υπαλλήλων της Τράπεζας, που άρχισε την έκδοσή του το 1961, με πρωτοβουλία του τέως Διοικητή του ιδρύματος Ξενοφώντα Ζολώτα και του Υποδιοικητή Γιάγκου Πεσμαζόγλου, υπέγραψε και τα πρώτα κείμενά της που είδαν το φως της δημοσιότητας.

Στην ποίηση εμφανίστηκε το 1952 με τη συλλογή «Ποιήματα». Έκτοτε εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1958), «Επί τα ίχνη» (εύφημη μνεία της ομάδας των Δώδεκα, 1963), «Το λίγο του κόσμου» (Β’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, 1971), «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), «Χαίρε ποτέ» (Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως, 1988), «Η εφηβεία της λήθης» (Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη, 1994), «Ενός λεπτού μαζί» (1998), «Ήχος απομακρύνσεων» (2001), «Εκτός σχεδίου» (2004), «Χλόη θερμοκηπίου» (2005), «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» (2007), καθώς και τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα» (1998). Πεζά κείμενα και ομιλίες: «Ο φιλοπαίγμων μύθος» (2003), «Εκτός σχεδίου» (2004), «Έρανος σκέψεων» (2009), «Εύρετρα» (2010). Ανθολογία μεταφρασμένων ποιημάτων υπό τον τίτλο «The Brazen Plagiarist» (έκδοση Yale University Press, 2012). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σουηδικά, ιταλικά και ισπανικά.

Το 2001 της απονεμήθηκε το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της, και Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Από το 2020 είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Τον Μάρτιο του 2010 η Association Capitale Européenne des Littératures την  τίμησε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας στο πλαίσιο της πέμπτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης Λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά, τιμήθηκε για τον σύνολο του έργου της με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.

Το 2015 αναγορεύτηκε σε επίτιμη διδάκτορα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα βουλγαρικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά.

Η ποίηση της Κικής Δημουλά χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια και υπαινικτικότητα –θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει και «ποίηση δωματίου. Όμως, πίσω από τις μετρημένες λέξεις διακρίνει κανείς περιπαικτική διάθεση και ακαταμάχητο χιούμορ. Χιούμορ που γίνεται παραπάνω από φανερό στον λόγο της ποιήτριας κατά την τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος στις 8 Νοεμβρίου 2013.

Ένα απόσπασμα:

Κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας

Θα αποφύγω να ξεκινήσω με το στερεότυπο: είμαι βαθιά συγκινημένη. Αν και είμαι υπέρμετρα. Και να το κρύψω, θα το προδώσει η έκπληκτη αμηχανία που μου προκαλεί η λαμπρή τιμή που μου αφιερώνετε απόψε κύριε Διοικητά με ενισχυμένη τη λάμψη της από την παρουσία επιφανών προσώπων αλλά και των αφανώς λαμπερών προσώπων που αγαπώ. Ειδικότατα η παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας , τιμά και εμψυχώνει ιδεολογικά την ποίηση γιατί κι αυτή δημοκρατικά αγκαλιάζει την πάσχουσα από καταβολής της ανθρωπότητα.

Καλούμαι απόψε κύριε Διοικητά σε μια εποχή που η ευφρόσυνη έννοια των αναδρομικών έχει εκλείψει να παραβώ αυτή την έλλειψη και να εισπράξω αναδρομικά την πολύ ακριβή διάκριση που μου προσφέρετε, σε μια στιγμή μάλιστα που η λιτότητα είναι επιβεβλημένη.

Μια διάκριση δε, που δεν την δικαιούμαι εγώ αλλά η διάχυτη έννοια της ποίησης γενικά, για όσα εκείνη πράγματι θεραπεύει ή έστω καταπραΰνει. Εγώ, σχεδόν τυχαία ανέλαβα να συσκευάζω το όποιο νόημα αποστέλλει η ποίηση τυλιγμένο, μέσα σε λέξεις ανθεκτικές που να μη σκίζονται και να χάνεται η θεραπευτική πρόθεση του νοήματος, κατά τη διανομή του στους παραλήπτες.

Τιμάτε, λοιπόν, απόψε κύριε Διοικητά έναν από τους αμέτρητους διανομείς της ποίησης που είμαι με ανεξακρίβωτη την αποτελεσματικότητά του.

Δεν θα εφαρμόσω ούτε κάθετες ούτε οριζόντιες περικοπές στις πολλές ευχαριστίες που οφείλω στους εκλεκτούς παρόντες. Επίσης στους έγκριτους και πολύ αγαπητούς μου ομιλητές, οι οποίοι έχουν επωμισθεί κι άλλες φορές το βάρος να υποστηρίζουν τις προσπάθειες της ποίησης μου. (..) Όλοι οι συντελεστές της συγκίνησης μου ελπίζω να δεχτούν να τους καταβάλω τις ευχαριστίες μου με δόσεις. Ξέρουν γιατί.

Επανέρχομαι σε σας κύριε Διοικητά, νιώθοντας ότι ίσως βρείτε ανεπαρκείς  τις ευχαριστίες που σιωπηρά και συνεχώς σας καταβάλλω. Αλλά υπολογίστε, ότι αυτές δεν έχουν κρατήσεις , κι ότι όσο ζω, θα ανατοκίζονται, έστω κι αν δεν μπορέσουν να αποτελέσουν Κεφάλαιο για σας. Ωστόσο η ευγνωμοσύνη είναι ένα σεβαστό κεφάλαιο.

Θα σας ομολογήσω ότι ανησυχώ, μήπως αυτή η τιμή που μου προσφέρετε, καθώς αποτελεί μεγάλο έσοδο, προστεθεί στην υψηλή κλίμακα του συνταξιούχου που είμαι, και την καταστήσει υψηλότερη. Και με τι φορολογία, μεριμνήστε γιατί θα καταφύγω στην φοροδιαφυγή.

Έχω κι άλλη ανησυχία: όπως γνωρίζετε κύριε Διοικητά , αν και συνταξιούχος, παραμένω συναισθηματικά στην Τράπεζα, αμισθί βεβαίως. Μήπως αυτό θεωρηθεί παρανομία, ελλείψει θεσμικού πλαισίου; Θέλει άραγε θεσμικό πλαίσιο η ανιδιοτελής αφοσίωση; Ελπίζω όχι. Ωστόσο ς’ αυτή τη νόμιμη παρανομία, έχει συντελέσει βάσιμα η εργασιομανής μνήμη μου, που δεν σταμάτησε ποτέ να ανανεώνει τη σύμβαση των αναμνήσεων μου με την επί 25 χρόνια ζωή μου στην Τράπεζα.

(….)

Θα σας απαλλάξω από την πλήξη που θα προκαλούσε η περιγραφή της πορείας μου εν τη Τραπέζη περιορίζοντας την σε ότι αποτέλεσε βίωμα ξεχωριστό σε μένα.

Ο διορισμός του 1949 στην Τράπεζα ήτοι 18 ετών απέκλεισε, αμεριμνησία, σπουδές και όσα άλλα ονειρεύεται ο νέος άνθρωπος. Αλλά ήταν ο διορισμός μου εδώ, όνειρο του εγγράμματου και σπουδασμένου, ως επί το πλείστον, περιβάλλοντος μου, ίσως και για να συνεχίσω την τραπεζική παράδοση των αδελφών της μητέρας μου και του πατέρα μου, αργότερα.

(….)

Πρώτη τοποθέτησή μου στην καταμέτρηση εφθαρμένων χαρτονομισμάτων. Αυτή ήταν και η πρώτη κατάσαρκη επαφή μου με την τρομοκρατική φθορά. Κι όταν λέω φθορά, μιλώ για κάτι που και ως λέξη ακόμα ήταν άγνωστη σε εκείνη στη νεαρή ανυποψίαστη ηλικία μου. Αυτή η καταμέτρηση, σήκωνε μια πηχτή σκόνη που κόλλαγε στα χέρια μου και σα να διαπερνούσε προειδοποιητικά. Τελικά , ήταν κι αυτό μια εκπαίδευση για ψύχραιμη αποδοχή των αλλοιώσεων που σιγά – σιγά επέρχονταν επάνω μου και στα πράγματα.

Χρήσιμη αποδείχτηκε γενικά και η γνωριμία μου με τους κανόνες , τους απαράβατους: μπλε ποδιά, άσπρος γιακάς, απολογία αν για κάποιο λόγο κάποια μέρα παρέβαινες τη στολή. Εξ ίσου αυστηρή και η παράβαση της έγκαιρης προσέλευσης.

Είναι ζήτημα αν στα 25 χρόνια 2-3 φορές μόνο δεν προσήλθα εγκαίρως. Ευσυνειδησία ή τάση προς την υποταγή;

Όταν μεγαλώνοντας, άρχισα να δυσπιστώ γενικά, λειτούργησε και η υποψία, μήπως οι αρετές όπως η πειθαρχία, η υπακοή, η υποχωρητικότητα και η συνέπεια αίρουν την καταγωγή τους όχι τόσο από το ήθος , όσο από κάποιο μη συνειδητό φόβο για τις αστάθμητες συνέπειες που έχει η όποια παράβαση.

Οπωσδήποτε εμείς αδιαφορώντας για την όποια γενεσιουργό αιτία των αρετών , είναι απόλυτη ανάγκη πάντα, αλλά κυρίως σήμερα, να είμαστε ενάρετοι, για να είναι ασφαλής και η κοινωνία και η συνείδησή μας

Αξίζει πάντως να ομολογήσω, ότι η εν τη Τραπέζη απαράβατη πειθαρχία, σωφρόνισε σχετικά την ακαταστασία των πρώτων ποιημάτων μου και τις ανώριμες ελευθεριότητες της γλώσσας. Περιόρισε όμως πολύ το χρόνο – ήμουνα και μητέρα- που απαιτεί να της αφιερώσεις η ποίηση. Από τότε έμαθα να κλέβω χρόνο, που ανήκε σε άλλη ρητή υποχρέωση για να τον δίνω σ΄ αυτή την ουτοπική ενδεχομένως ροπή μου. Και τι περίεργο, αυτή η κλοπή απέδιδε, μου δημιουργούσε μια προσοδοφόρα διέγερση. Προς θεού, μην παρεξηγηθώ. Δε γενικεύω ότι η κλοπή είναι δημιουργική.

Την θητεία μου στην καταμέτρηση της φθοράς διαδέχθηκαν μετακινήσεις μου σταδιακά σε πιο πάνω ορόφους, ώσπου ανέβηκα στο περιοδικό ο Κύκλος.

Ο Κύκλος ήταν υλοποίηση της επίμονης επιθυμίας του αείμνηστου τότε Διοικητή Ξενοφώντα Ζολώτα αλλά και επίσης του αλησμόνητου υποδιοικητή Ιωάννη Πεσμαζόγλου. Θα πω ότι σε μένα ο Κύκλος έδωσε κυρίως τον Νάσο Δετζώρτζη. Μια προσωπικότητα οξύτατης εμβέλειας, μια ανωτάτη σχολή για μένα γραμμάτων και τεχνών, στην οποία φοιτώντας επί οκτώ χρόνια πήρα πτυχίο έστω ατελούς μαθήσεως.

Ο Νάσος Δετζώρτζης μετάγγισε την υψηλή αισθητική του στη μορφή  και στην ύλη του περιοδικού. Όσο ήταν δυνατόν στην ύλη, διότι λιγοστές ήταν τότε οι συνεργασίες, πολλές οι κενές σελίδες. Από τότε είναι που υποχρεώθηκα να επινοώ. Κάθε μήνα εφαρμόζοντας την επινόηση έγραφα κατεβατά ολόκληρα να καλύψω τα κενά. Δάσκαλός μου στην επινόηση πιστεύω πως ήταν ο Νάσος Δετζώρτζης. Όχι με τον τρόπο που διδάσκεται σήμερα η δημιουργική γραφή. Με καίριο τρόπο. Μια στις τρεις φορές μου πέταγε βίαια αυτά που είχα γράψει λέγοντας μου: Αυτά δεν είναι δικά σας. Ξαναγράψτε.

Η δικτατορία έκλεισε τον Κύκλο ως αναρχικό όργανο. Δεν θα επεκταθώ. Αρκετά χρόνια μετά, λαμπρότατη αποκατάσταση επεφύλαξε στη διακοπή εκείνου του Κύκλου, η έκδοση του Νέου Κύκλου. Υπεύθυνο τώρα για την μορφή και την ύλη, το νέο αίμα, προικισμένο με πιο πλατειά κι ελεύθερη αντίληψη, πιο θαρραλέα. Αιώνια προβλήματα, τώρα με παρρησία κοιταγμένα , πολιορκούνται δυναμικά από την άφοβη σκέψη, την ελπίδα , την αισιοδοξία.

(,,,)

Θα προσθέσω, τι ευφορία νοιώθω τις σπάνιες φορές που μπαίνω στην Τράπεζα και βλέπω τους αλλαγμένους καιρούς. Νομίζω ότι εισέρχομαι σε παράδεισο, όπου πνέει ένας κομψός αέρας, μια καλοντυμένη ελευθερία, ένας παράδεισος, όχι σαν εκείνον τον πρωτόπλαστο, όπου δέσποζε η απαγόρευση και δεν τολμούσες να δαγκώσεις ένα φιλελεύθερο μήλο.

Το βιογραφικό της ποίησης μου αναπτύσσεται μέσω των συλλογών που εξέδωσα. Αν ερωτηθώ πώς γεννιέται η ποίηση θα απαντήσω: με τον ίδιο τρόπο που γεννιόμαστε κι εμείς; εν αγνοία μας. Κι όταν εγώ η ίδια αναρωτιέμαι συχνά ποιος άραγε να έγραψε το πρώτο ποίημα προεξοφλώ ότι το πρώτο ποίημα το έγραψε η ανυπαρξία θέλοντας να υπάρξει.

Ακούστε την Κική Δημουλά να διαβάζει το ποίημά της «Απροσδοκίες»