Η ανησυχία για έντονη αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενισχύεται πλέον από δύο ισχυρούς «παίκτες» της παγκόσμιας οικονομίας: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την JP Morgan. Οι πρόσφατες εκθέσεις τους επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις για συνέχιση των πιέσεων και προειδοποιούν για σημαντικούς κινδύνους που δεν έχουν ακόμη αποτιμηθεί πλήρως.
Η JP Morgan, σε χθεσινή της έκθεση, επισημαίνει ότι η διόρθωση στις αγορές δεν έχει ολοκληρωθεί. «Θα γίνουμε αγοραστές των μετοχών κάποια στιγμή στο δεύτερο εξάμηνο, αλλά η τρέχουσα μεταβλητότητα δεν έχει ακόμη κορυφωθεί», αναφέρει χαρακτηριστικά. Όπως σημειώνει, τα σενάρια για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας αλλάζουν δραματικά και γρήγορα, κυρίως λόγω ειδησεογραφικών εξελίξεων, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη κάθε πρόβλεψη για ύφεση ή μη.
Σύμφωνα με την ανάλυσή της, ο S&P 500 έχει καταγράψει απώλειες 13% από τα υψηλά του Φεβρουαρίου, ενώ το επίπεδο αποτίμησης (P/E) παραμένει στο 19x — επίπεδο που αντιστοιχεί στην αρχή και όχι στο τέλος μιας ύφεσης.
Από την πλευρά του, το ΔΝΤ εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης ισχυρής ρευστότητας από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, ενόψει πιθανών απωλειών λόγω γεωπολιτικών κινδύνων. Συστήνει τη χρήση stress tests και άλλων εργαλείων για τον εντοπισμό και τη διαχείριση απρόβλεπτων γεγονότων.
Η έρευνα του Ταμείου δείχνει ότι γεγονότα υψηλού κινδύνου, όπως πόλεμοι ή τρομοκρατικές επιθέσεις, προκαλούν κατά μέσο όρο πτώση 1% στις διεθνείς αγορές τον μήνα που εκδηλώνονται. Σε αναδυόμενες οικονομίες, η πτώση φτάνει έως και 2,5%. Ειδικά οι στρατιωτικές συγκρούσεις, όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, προκαλούν απώλειες έως και 5% μηνιαίως.
Η πλήρης έκθεση του ΔΝΤ θα παρουσιαστεί στην εαρινή σύνοδο με την Παγκόσμια Τράπεζα την εβδομάδα 21–27 Απριλίου, ενώ στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθούν και οι πρόσφατες εμπορικές εξαγγελίες του Ντόναλντ Τραμπ.