Χωρίς αστείαν αιδώ για τη μορφή της απολαύσεως…(του Χρήστου Χωμενίδη)

Χωρίς αστείαν αιδώ για τη μορφή της απολαύσεως…Του Χρήστου Χωμενίδη

  • “Παλιά είχαμε τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Τώρα έχουμε τον Μιθριδάτη και τη Μόνικα…”.

Συνοδευόμενη από αργό ανεβοκατέβασμα της κεφαλής, με σουφρωμένα χείλη, η φράση επαναλαμβάνεται τακτικότατα ως ανάθεμα. Τα ονόματα βεβαίως αλλάζουν. Σημερινοί πρωταγωνιστές συγκρίνονται με τη Λαμπέτη και με τον Χορν. Συγγραφείς του καιρού μας με τον Καζαντζάκη και με τον Παπαδιαμάντη. Ηγέτες με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ή ακόμα και με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το συμπέρασμα μαύρο κι άραχλο. Διάγουμε εποχή οικτρής παρακμής. Εκεί όπου κάποτε κρεμούσαν οι καπετάνιοι τα άρματα, κρεμάνε σήμερα οι γύφτοι τα νταούλια όπως το θέτει η -πολιτικώς μη ορθή- παροιμία.

Για να αντιμετωπίσουμε το κύμα της νοσταλγικότητας, το οποίο καταντάει συχνά τσουνάμι και απειλεί να μάς πνίξει, θα μπορούσαμε να θυμηθούμε τον Ησίοδο. Που τον 8ο π.Χ. αιώνα εξεθείαζε το “χρυσό γένος” των προγόνων και οίκτιρε την κατάντια του “σιδερένιου γένους” των συγχρόνων του.

Θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο ψυχολογικά. Πάντοτε εξιδανικεύουμε ό,τι συνέβαινε στα πρώτα νιάτα και στην παιδική μας ηλικία – αναπολούμε στην πραγματικότητα τον δικό μας φυσικό ενθουσιασμό που έκανε τα παγωτά να λιώνουν απολαυστικότερα στο στόμα, τα σπίτι να φαντάζουν πιο ευρύχωρα και τα κορίτσια θελκτικότερα. “Η νοσταλγία σου έχει πλάσει μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους…” γράφει ο Σεφέρης ήδη το 1938.

Θα μπορούσαμε έπειτα να απομυθοποιήσουμε με στοιχεία το λαμπρό παρελθόν.

Όταν -πριν από τη βράβευσή τους με το Νόμπελ- ο Σεφέρης και ο Ελύτης εξέδιδαν ποιητικές συλλογές, δεν ήλπιζαν να διαθέσουν πάνω από 150-200 αντίτυπα. Ώσπου να τους μελοποιήσει ο Μίκης Θεοδωράκης παρέμεναν εντελώς άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Μα και ο “Επιτάφιος” του Ρίτσου με τον Μπιθικώτση και το “Άξιον Εστί” και η “Μικρή Λευκή Αχιβάδα” τού Χατζιδάκι δεν έσπασαν ακριβώς τα ταμεία των δισκογραφικών. Οι δεκαετίες τού 1950 και του 1960 περισσότερο χαρακτηρίζονταν μουσικά από τα “ινδοπρεπή” (κλεμμένες μελωδίες από το Μπόλιγουντ) κι από τον Καζαντζίδη να θρηνεί -με την καταπληκτική του φωνή- τον καημό του μετανάστη.

Το εμβληματικό “Τρίτο Στεφάνι” του Κώστα Ταχτσή κυκλοφόρησε το 1962 και επί μία δεκαετία είχε περάσει εντελώς απαρατήρητο. Ο “Μεγάλος Ερωτικός” είχε ελάχιστες πωλήσεις όταν βγήκε το 1972. Ο Χατζιδάκις χάρηκε για αυτό. Ένοιωσε ελεύθερος, απαλλαγμένος από την ανεπιθύμητη φήμη που τού είχαν δώσει οι ταινίες της “Φίνος Φιλμ”.

Τι ήταν στα αλήθεια οι ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου; Φαρσοκωμωδίες, κατά κανόνα, με εντελώς προβλέψιμο σενάριο, με επανάληψη των κοινωνικών στερεοτύπων, “ο φτωχός και η πλούσια” ή το ανάποδο, με καρικατούρες μάλλον παρά με χαρακτήρες. Τις έσωζαν οι καταπληκτικοί ηθοποιοί, αρκετοί από τους οποίους -σαν τον Βασίλη Αυλωνίτη και τη Γεωργία Βασιλειάδου- είχαν θητεύσει προπολεμικά στην οπερέτα. Και η σκηνοθεσία μαστόρων σαν τον Αλέκο Σακελλάριο. Ή δράματα που διολίσθαιναν προς την παρωδία. (Αξίζει να διαβάσει κανείς τη βιτριολική κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη για το “Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο”…). Επηρεασμένες εντονότατα από το ιταλικό σινεμά ή -στην περίπτωση του Δαλιανίδη- από τα αμερικάνικα μιούζικαλ.

Διέθεταν καλλιτεχνική σημασία; Τόσον όσον. Η μεγαλύτερη αξία τους ήταν ότι προσέφεραν αναψυχή σε εκατομμύρια Έλληνες. Το μεγάλο κοινό δεν ένιωθε ευτυχώς “αστεία αιδώ για τη μορφή της απολαύσεως”, όπως θέτει ο Καβάφης…

Θα μπορούσαμε τέλος να θυμηθούμε τι γνώμη εξέφραζαν οι “τα φαιά φορούντες” (πάλι Καβάφης) για κάποιους που σήμερα αναγνωρίζουμε ως μεγάλους και τους χρησιμοποιούμε σαν καταβαραθρωτικό μέτρο σύγκρισης για τους συγχρόνους μας.

Μουσικοκριτικός των 50’ς είχε συμβουλεύσει τον Μάνο Χατζιδάκι να αλλάξει επάγγελμα, να πάψει να ταλαιπωρεί το πεντάγραμμο και τα αυτιά των ακροατών. “Ο κατήφορος ενός γύναιου σε ένα λούμπεν περιβάλλον” ήταν η “Στέλλα” του Κακογιάννη κατά τη γνώμη “προοδευτικής” εφημερίδας. Όσο για τον Καραγάτση, προχειρογράφο τον ανέβαζαν, πορνογράφο τον κατέβαζαν… Τόσο που είχε αρχίσει τελικά και ο ίδιος -κατά μαρτυρία τής θυγατέρας του- να αμφιβάλλει για το ταλέντο του.

Πού κατατείνω; Στο ότι ο Μιθριδάτης και η Μόνικα, ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο Κωστής Μαραβέγιας είναι μεγέθη εν δυνάμει εφάμιλλα με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Σαββόπουλο;

Το ερώτημα, νομίζω, πρέπει να τεθεί αντίστροφα. Έχει ανάγκη η κοινωνία μας από μεγαλόπνευστες αφηγήσεις, εμβληματικά έργα τέχνης ή -στην πολιτική- από οραματιστές ηγέτες; Από το κατώφλι του 20ου αιώνα, ο Κωστής Παλαμάς λογιζόταν εθνικός ποιητής. Στη συνέχεια απέκτησε αίγλη Πατέρα του Έθνους – κάθε του λέξη περιβαλλόταν με τεράστιο βάρος, κάθε δημόσια παρέμβαση του έκανε μεγάλη εντύπωση. Το ανάλογο είχε συμβεί στη Γαλλία με τον Ουγκώ, στην Ιταλία με τον Βέρντι. Τι υποδοχή θα είχε σήμερα μια ποιητική σύνθεση σαν τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”; Θα εθεωρείτο ο δημιουργός της ένας φωτισμένος ή ένας μωροφιλόδοξος, που αποπειράται να αναμετρηθεί με την Ιστορία, να κλείσει το συλλογικό παρελθόν και παρόν στους στίχους του;

Μια κοινωνία κατακερματισμένη σε “συλλογικότητες” και σε “διαφορετικότητες”, οπαδοποιημένη στο μη παρέκει, που αναδεικνύει πρόσωπα για να έχει κυρίως την ηδονή να τα γκρεμίσει και να τα κατασπαράξει, που ακούει τα τραγούδια μισά στο youtube και φλυαρεί ακατάπαυστα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που κατακλύζεται από τόσες πληροφορίες ώστε τής είναι αδύνατον σχεδόν να εμβαθύνει, να αντιδράσει έστω ψύχραιμα… Πώς έχει το θράσσος να απαιτεί τον καινούργιο Χατζιδάκι; Να προσδοκά να ανέβουν παραστάσεις σαν τους “Όρνιθες” που σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν; Αφού την επομένη κιόλας θα τους λησμονούσε. Και θα έπιανε να σκυλοτσακώνεται για κάτι εντελώς άσχετο – τα καμώματα ενός παίκτη ριάλιτι, τις δηλώσεις κάποιου υπουργού…

Τούτων δοθέντων, ας τραγουδάμε Μόνικα και Μιθριδάτη χωρίς αστεία αιδώ για τη μορφή τής απολαύσεως. Και αν -από σύμπτωση θεϊκή- εμφανιστεί μπροστά στα μάτια μας κάποιο διαμάντι ας μην το καταναλώσουμε βουλιμικά. Ας αγκαλιάσουμε, ας το φυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.

* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου του 1966 και είναι εγγονός του συνιδρυτή του ΕΑΜ Χρήστου Χωμενίδη και του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ προπολεμικά Βασίλη Νεφελούδη. Αδελφός της εκ πατρός γιαγιάς του ήταν ο Δημήτρης Γληνός.

Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990 και συνέχισε τις σπουδές του στη νομική στη Ρωσία και στην επικοινωνιολογία στην Αγγλία. Το 1993 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Το σοφό παιδί. Το συγκεκριμένο βιβλίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησαν άλλα εννέα μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων.

  • Δύο μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα, ένα στην ιταλική, δύο στην εβραϊκή, όπου Το Σοφό Παιδί βρέθηκε στη λίστα των ευπώλητων του Ισραήλ, ένα στην τούρκικη και μια συλλογή διηγημάτων στη λιθουανική.

Το μυθιστόρημά του Νίκη είναι ένα βιβλίο-χρονικό μιάς οικογένειας και παράλληλα ψηφιδωτό της ιστορίας της Ελλάδας στον 20ο αιώνα. Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει καταπιαστεί στα γραπτά του με πολλά και ετερόκλιτα θέματα, από τη βιομηχανία του λαϊκού τραγουδιού στη Φωνή μέχρι την προ-ομηρική Ελλάδα στο Λόγια-Φτερά.

  • Στο μυθιστόρημα “Νίκη” έχει απονεμηθεί το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, το βραβείο του περιοδικού “Αναγνώστης” και το βραβείο αναγνωστών “Public”.

Στο μυθιστόρημα “Ο Φοίνικας” έχει απονεμηθεί το βραβείο αναγνωστών “Public”.

Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει αρθογραφήσει σε δεκάδες εφημερίδες και περιοδικά, με πιό πρόσφατες την εβδομαδιαία του συνεργασία με Τα Νέα και με το Capital. Από το 2002 μέχρι το 2010 διατηρούσε επίσης καθημερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο. Από την άνοιξη του 2020, κάνει πόντκαστ στην πλατφόρμα pod.gr

Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Μιλάει αγγλικά και ρωσικά.