Η κατάσταση που επικρατεί στα Ελληνικά Πετρέλαια μετά το νέο ατύχημα, το οποίο προστέθηκε σε μια μακρά σειρά περιστατικών, αναδεικνύει σοβαρές ανεπάρκειες στη διαχείριση της ασφάλειας. Τα συνεχή ατυχήματα στα ΕΛΠΕ αποτελούν ένα ανησυχητικό μοτίβο που δεν μπορεί πλέον να παραβλεφθεί. Οι εντάσεις έχουν κλιμακωθεί, με τους εργαζομένους να καταγγέλλουν την έλλειψη ουσιαστικών μέτρων προστασίας, ενώ τα εργατικά συνδικάτα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, απαιτώντας πιο αυστηρά και αποτελεσματικά μέτρα από την πλευρά της διοίκησης αλλά και της κυβέρνησης.
Η διαρροή προπανίου στις εγκαταστάσεις της Ελευσίνας την Τρίτη και το ατύχημα που συνέβη στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που οι εργαζόμενοι επισημαίνουν εδώ και καιρό: τα μέτρα ασφαλείας δεν επαρκούν και η “διαχείριση ρίσκου” της εταιρείας αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Η εντατικοποίηση της εργασίας, η εργολαβοποίηση, οι ατελείωτες υπερωρίες και η έλλειψη επαρκούς συντήρησης στις εγκαταστάσεις θέτουν σε άμεσο κίνδυνο τις ζωές των εργαζομένων και το περιβάλλον.
Τα ΕΛΠΕ φαίνεται πως βρίσκονται σε ένα σημείο καμπής, όπου οι ανεπάρκειες στον τομέα της ασφάλειας δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν πίσω από τεχνικές δικαιολογίες ή διαβεβαιώσεις για τη “διαχείριση ρίσκου”. Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι οι διοικητικές αποφάσεις, που δίνουν προτεραιότητα στο κέρδος και την παραγωγή, γίνονται εις βάρος της ασφάλειας, ενώ οι κρατικές αρχές φαίνονται αδύναμες ή απρόθυμες να επιβάλλουν τους απαραίτητους ελέγχους.
Αυτό που καθίσταται σαφές είναι πως τα περιστατικά αυτά δεν είναι μεμονωμένα. Από τις διαρροές προπανίου και αερίων μέχρι τα σοβαρά ατυχήματα που καταλήγουν σε νοσηλείες εργαζομένων, τα ΕΛΠΕ φαίνεται να αγνοούν τα σημάδια που δείχνουν προς μια επικίνδυνη πορεία. Είναι προφανές ότι τα ατυχήματα έχουν φτάσει σε σημείο που δεν είναι πια δυνατό να παραβλεφθούν, και αυτό προκαλεί έντονες ανησυχίες τόσο στους εργαζομένους όσο και στους κατοίκους των περιοχών κοντά στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις.
Οι συνδικαλιστές κάνουν λόγο για συνθήκες δουλειάς που “σακατεύουν” τους εργαζόμενους και για ένα κράτος που “κλείνει τα μάτια” σε αυτά τα προβλήματα. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Εργασίας φέρουν επίσης ευθύνες, καθώς, όπως αναφέρουν οι εργαζόμενοι, επιτρέπουν στην εργοδοσία να λειτουργεί με ελάχιστους ελέγχους και με περιορισμένη συντήρηση των εγκαταστάσεων, προκειμένου να αυξήσουν την παραγωγή και τα κέρδη τους. Αυτή η πολιτική απάθεια και η έλλειψη μέτρων οδηγούν σε μια ανεξέλεγκτη κατάσταση, που καθημερινά θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των ανθρώπων.
Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι: Πότε θα σταματήσει αυτή η αλυσίδα των ατυχημάτων και ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Η κατάσταση δείχνει πως, αν δεν ληφθούν άμεσα δραστικά μέτρα, το επόμενο ατύχημα μπορεί να αποβεί μοιραίο, όχι μόνο για τους εργαζομένους αλλά και για την ευρύτερη κοινότητα. Τα Βιομηχανικά Ατυχήματα Μεγάλης Έκτασης (ΒΑΜΕ) δεν είναι απλώς θεωρητικός κίνδυνος, αλλά μια απειλή που φαίνεται όλο και πιο πιθανή να συμβεί, δεδομένης της συνεχιζόμενης αδιαφορίας για την ασφάλεια.
Οι αρμόδιες ελεγκτικές αρχές πρέπει να επέμβουν άμεσα και αποφασιστικά. Πρέπει να ελέγξουν την επιχείρηση και να επιβάλλουν αυστηρούς κανονισμούς ασφαλείας πριν συμβεί κάποιο μεγαλύτερο ατύχημα. Ο κίνδυνος για ένα σοβαρότερο περιστατικό που θα μπορούσε να κοστίσει ανθρώπινες ζωές ή να προκαλέσει σοβαρή περιβαλλοντική καταστροφή είναι υπαρκτός και δεν μπορεί να παραβλεφθεί.
Πλέον, και το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας καθώς και ο αρμόδιος υπουργός κ. Σκυλακάκης είναι ενήμεροι για τα ατυχήματα που συνέβησαν μέσα σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας. Αυτό ενισχύει την πίεση για άμεσες ενέργειες από όλες τις αρμόδιες αρχές, καθώς οι κίνδυνοι που εγκυμονούν από τη συνεχιζόμενη αμέλεια στα μέτρα ασφαλείας δεν μπορούν να αγνοηθούν άλλο.
Η επόμενη μέρα για τα ΕΛΠΕ πρέπει να σηματοδοτήσει μια ριζική αλλαγή στη διαχείριση της ασφάλειας και την προστασία των εργαζομένων. Χωρίς αυτή την αλλαγή, η εταιρεία κινδυνεύει να βρεθεί στο επίκεντρο ενός ακόμη πιο σοβαρού ατυχήματος, το οποίο θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για την κοινωνία. Ο χρόνος για αναβολές και κενές υποσχέσεις έχει τελειώσει. Αν δεν αναλάβουν τις ευθύνες τους η διοίκηση και οι αρχές, το επόμενο ατύχημα ίσως να είναι το τελευταίο.