Απόστολος Δοξιάδης: Η αγόρευση της Εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη

Του Απόστολου Δοξιάδη*

Ένας εμπειρότατος ποινικός δικαστής μου είχε πει κάποτε, σχολιάζοντας την αγόρευση του εισαγγελέα σε μια ποινική δίκη που απασχολούσε τη δημοσιότητα: «Τι ανάγκη έχει αυτός; Ελεύθερος και ωραίος είναι!» Δεν ήταν ο εφευρέτης της έκφρασης, ως χαρακτηρισμού της αποκαλουμένης και «ισταμένης δικαιοσύνης», μου εξήγησε.

  • Αυτό το «ελεύθερος και ωραίος», παρμένο από μια παλιά διαφήμιση, προφανώς ήταν αστειάκι που κυκλοφορούσε τότε μεταξύ μερικών δικαστών, εκπροσώπων της «καθήμενης δικαιοσύνης», για τους εισαγγελείς. Η νοοτροπία που εκφράζει αποτυπώνει απόλυτα τη διάσταση των δύο ρόλων. Είναι όμως μια διάσταση που προβλέπεται από τον νόμο αλλά και τη θεσμική και ηθική φύση της ποινικής δίκης.

Οι εισαγγελείς στο δικαστήριο εισηγούνται–κάνουν μια πρόταση, δηλαδή–αλλά δεν κρίνουν, άρα δεν έχουν το βάρος της ευθύνης της απόφασης, απαλλακτικής ή καταδικαστικής. Αυτό ανήκει στους δικαστές–που δεν έχουν το δικαίωμα να είναι «ελεύθεροι και ωραίοι», αλλά είναι δέσμιοι αυστηρών κανόνων. Η άποψη των εισαγγελέων για τους υπό κρίση κατηγορουμένους, που συμπυκνώνεται στην αγόρευση, δεν οφείλει κατά συνέπεια να προσπαθήσει να εκφράσει την αλήθεια, κατά το δυνατό ανθρώπινο μέτρο, την οποία έχει στόχο αποκλειστικά η δικαστική απόφαση. Η εισαγγελική αγόρευση, άρα, δεν οφείλει να είναι ισορροπημένη, να ζυγιάσει, να συνθέσει. Ο εισαγγελέας–που έχει στην ελληνική ποινική διαδικασία τη διακριτική ευχέρεια να εισηγηθεί ακόμα και την απαλλαγή των κατηγορουμένων, αν το θέλει–έχει λοιπόν και την ευχέρεια να λειτουργήσει ως απόλυτος κατήγορος, και να εκφράσει την πλέον καταδικαστική άποψη για τους κατηγορουμένους, όπως προκύπτει κατά τη γνώμη του/της από τα όσα παρουσιάσθηκαν στην ακροαματική διαδικασία.

Από εκεί και πέρα, το συναισθηματικό ύφος, η θεατρικότητα, η υπερβολή, επιτρέπεται κάλλιστα να είναι στοιχεία μιας ποινικής, εφ’ όσον προέρχονται από τους αντιδίκους, στα στρατόπεδα των οποίων τοποθετείται και ο/η εισαγγελέας. Όλοι έχουμε δει δικαστήρια σε ταινίες ή σειρές και συχνότερα σε αμερικάνικα και βρετανικά. Εκεί το βλέπουμε, ότι δεν είναι ελληνική ιδιοτυπία η εισαγγελική ταύτιση με τη μία πλευρά, ενίοτε και παθιασμένη. Και αυτό μας το δείχνει και η εμπειρία, αλλά και η παράδοση χιλιετιών, που δεν έχει αλλάξει: ένα ποινικό δικαστήριο είναι εν μέρει, από πλευράς των αντιδίκων, θέατρο. Είναι, αλλά και πρέπει να είναι. Κι αυτό γιατί είναι στη φύση του, καθώς στις συνιστώσες ενός εγκλήματος–και ακόμα περισσότερο ενός ακραίου εγκλήματος, όπως η ανθρωποκτονία–κυριαχούν συχνά τα ανθρώπινα πάθη.

Στη διαδικασία της ποινικής δίκης, από τους μάρτυρες, τα τεκμήρια και τη μάχη των αντιδίκων, ουσιαστικά αναπαρίσταται όσο είναι δυνατόν, μέσα από τη σύγκρουση των απόψεων, η σύνθετη φύση του εγκλήματος, την οποία μετά έχουν υποχρέωση να κρίνουν οι δικαστές, αμερόληπτα. Η σωφροσύνη, η ηρεμία, η κοινή λογική, η κατά το δυνατόν–όσο το επιτρέπουν τα στοιχεία–πληρότητα, η αντικειμενικότητα, είναι χρέος των δικαστών, όχι των εισαγγελέων. Οι εισαγγελείς είναι, είπαμε, «ελεύθεροι και ωραίοι». Και αυτός είναι ιστορικά ο ρόλος τους.

Από εκεί και πέρα, μπαίνει το θέμα του ύφους–αλλά και αυτό εμπίπτει στην ίδια λογική. Αρκετούς, άπειρους από ποινικές δίκες, τους ξένισε το ύφος της εισαγγελέως στη δίκη Τοπαλούδη και κάποιοι την κατηγορήσαν για ύφος ανάρμοστο. Πιστεύω ότι δεν έχουν δίκιο. Το ύφος ήταν μέρος της λειτουργίας της πειθούς, όπως οφείλει να την εκφράσει ο/η εισαγγελέας. Στην Αγγλία, που καμαρώνει για τη δικαιοσύνη της, έχουμε ακούσει κατηγόρους να σαρκάζουν τους κατηγορούμενους με ύφος τόσο σκληρό που ξεπερνάει και τις χειρότερες ύβρεις. Στην Αμερική, οι εισαγγελείς–έχοντας υποχρέωση να είναι καταδικαστικοί–κάποτε συνθλίβουν με το παιχνίδι των εντυπώσεων ανθρώπους αθώους, οδηγώντας τους ενίοτε, μέσα από την ψυχική επιρροή στους ενόρκους, και στην θανατική καταδίκη. Στην Ελλάδα, οι πολιτισμικές προσαρμογές είναι αντίστοιχες, της κουλτούρας και της δικονομίας μας. Πιστεύω, με όλα αυτά υπ όψη, ότι η εισαγγελέας στη δίκη Τοπαλούδη δεν παρέβη κανέναν κανόνα. Το να μην άρεσε σε κάποιους το ύφος της, είναι δικαίωμά τους. Αλλά δεν τους δίνει το δίκιο.

Δεν πρέπει να το ξεχνάμε: οι εισαγγελείς σε αποτρόπαια εγκλήματα προσπαθούν συχνά να υιοθετήσουν ύφος αντίστοιχο με τη φρίκη του εγκλήματος. Κι αυτό γιατί σε τέτοια δίκη, οι εισαγγελείς μιλούν για τους νεκρούς, αυτούς που δεν έχουν φωνή δικιά τους–που τους τη στέρησαν βίαια οι δολοφόνοι. Και η φωνή που πρέπει να αντιπροσωπεύσει το δίκιο ενός αθώου θύματος δικαιούνται να είναι άγρια, οργισμένη, τρικυμισμένη. Αν ο εισαγγελέας δεν είχε αυτή την ελευθερία–ναι, αν δεν είναι «ελεύθερος και ωραίος»–τότε θα αφαιρούνταν από τους νεκρούς το δικαίωμα να αναπαραστήσουν μπροστά στο κράτος πειστικά την απουσία τους. Και αυτό θα ήταν τεράστια αδικία.

*Ανάρτηση στο facebook

*Συγγραφέας