Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται στο επίκεντρο μιας σημαντικής εξέλιξης που αφορά την αναβολή του αναβαλλόμενου φόρου, ένα ζήτημα που έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον τόσο της αγοράς όσο και των αναλυτών. Η αναβολή του συγκεκριμένου φόρου αφορά την αποφυγή της άμεσης φορολογικής επιβάρυνσης και έχει στόχο τη βελτίωση της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών. Οι τραπεζικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι αυτή η κίνηση είναι στρατηγικής σημασίας για τη διασφάλιση των κεφαλαιακών αποθεμάτων και της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, ειδικά σε μια περίοδο που οι διεθνείς αγορές κινούνται προς υψηλότερες χρηματιστηριακές αποδόσεις.
Η ΕΚΤ εξετάζει την ελληνική πρόταση για την ολοκλήρωση της αναβολής του αναβαλλόμενου φόρου σε διάστημα 10 ετών, με χρονικό ορίζοντα το 2035. Αυτό το μέτρο θα δώσει στις τράπεζες τη δυνατότητα να επιστρέψουν τα αναβαλλόμενα ποσά μεσοπρόθεσμα, διατηρώντας τα κεφάλαια τους διαθέσιμα για επενδύσεις και χορηγήσεις. Ο αναβαλλόμενος φόρος έχει ήδη παραταθεί για αρκετά χρόνια, αλλά οι τράπεζες επιδιώκουν μια οριστική λύση, καθώς η κατάσταση αυτή επηρεάζει άμεσα τη διανομή μερισμάτων.
Αυτό το θέμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία καθώς οι διεθνείς ανταγωνιστές προχωρούν σε διανομές υψηλών μερισμάτων. Οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται πλέον σε μια κρίσιμη περίοδο, όπου προσπαθούν να ενισχύσουν τις κεφαλαιακές τους αποδόσεις, διανέμοντας υψηλά μερίσματα στους μετόχους τους. Στο πλαίσιο αυτό, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς, προχωρούν σε επιθετικές στρατηγικές μερισματικών διανομών και επαναγορών μετοχών, επιδιώκοντας να διατηρήσουν τις χρηματιστηριακές τους αξίες σε υψηλά επίπεδα.
Για το 2024, οι τράπεζες σχεδιάζουν τη διανομή μερισμάτων που θα κυμαίνεται από το 30% έως το 40% των καθαρών τους κερδών. Συγκεκριμένα, η Εθνική Τράπεζα έχει προγραμματίσει να διανείμει το 40% των κερδών της, η Alpha Bank το 35%, η Eurobank το 40%, και η Τράπεζα Πειραιώς το 30%. Αυτά τα ποσοστά αντιπροσωπεύουν μια σημαντική αύξηση σε σχέση με το παρελθόν, καθώς οι τράπεζες προσπαθούν να συμβαδίσουν με τους διεθνείς ομίλους, που ήδη προχωρούν σε αυξημένες διανομές κερδών και επαναγορές μετοχών.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλά ένα βήμα προς τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και ένα μέσο για να διασφαλιστεί η εμπιστοσύνη των μετόχων και η σταθερότητα της χρηματιστηριακής τους αξίας. Ταυτόχρονα, αυτή η πολιτική διανομής κερδών προσφέρει στους μετόχους την απαραίτητη ρευστότητα και ενισχύει την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
Ένα σημαντικό στοιχείο που επηρεάζει την πολιτική διανομής μερισμάτων είναι οι υποχρεώσεις των τραπεζών προς την ΕΚΤ και οι κανόνες που θέτει ο SSM. Οι ελληνικές τράπεζες, παρά τη βελτίωση των οικονομικών τους δεικτών, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι θα πληρούν τα κριτήρια της ΕΚΤ και του SSM για τη διανομή κεφαλαίων, διασφαλίζοντας ότι διατηρούν την αναγκαία κεφαλαιακή επάρκεια. Αυτή η παράμετρος είναι καθοριστική για τις μελλοντικές αποφάσεις σχετικά με τις διανομές μερισμάτων, καθώς οι τράπεζες επιδιώκουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών.
Η διαχείριση του αναβαλλόμενου φόρου αναμένεται να είναι το επόμενο κρίσιμο βήμα για την εξασφάλιση της κεφαλαιακής σταθερότητας των τραπεζών και της ομαλής πορείας τους στην παγκόσμια τραπεζική αγορά. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να προσαρμόσουν τις στρατηγικές τους ώστε να ευθυγραμμιστούν με τα διεθνή πρότυπα διαχείρισης κεφαλαίων και να διατηρήσουν τις θετικές προοπτικές που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.
Η επιτάχυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης της αναβολής του φόρου θεωρείται πλέον απαραίτητη για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών τραπεζών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την έγκριση από την ΕΚΤ για να προχωρήσουν σε αυτές τις κεφαλαιακές κινήσεις, με σκοπό να ενισχύσουν τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους θέση.
Με τη σταδιακή επιστροφή των τραπεζών σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και κερδοφορίας, η διανομή υψηλών μερισμάτων και η διαχείριση των αναβαλλόμενων φόρων αποτελούν τα κεντρικά σημεία των στρατηγικών τους για την επόμενη περίοδο. Οι επενδυτές, από την πλευρά τους, παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις αυτές, αξιολογώντας τις προοπτικές απόδοσης και τη σταθερότητα των τραπεζών, καθώς αυτές επανακάμπτουν σε μια νέα οικονομική πραγματικότητα.