Το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 10,3% το πρώτο εννεάμηνο του 2024, μειωμένο κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2023, ενώ βάσει των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) θα παραμείνει σε καθοδική τροχιά τόσο το 2025, όσο και το 2026, προσεγγίζοντας τα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαπενταετίας σημειώνει η Alpha Bank, στο νέο της Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Παρά την αποκλιμάκωσή του, το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), μετά από αυτό της Ισπανίας. Αντίστοιχα, το ποσοστό απασχόλησης, δηλαδή ο λόγος των απασχολούμενων προς τον συνολικό πληθυσμό, παραμένει ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27 (Γράφημα 1β).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ, ο ρυθμός ανόδου της απασχόλησης εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς το ποσοστό της ανεργίας στη χώρα μας προσεγγίζει το επίπεδο της διαρθρωτικής ανεργίας, εξαιτίας μεταξύ άλλων, της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά εργασίας. Η αναντιστοιχία αυτή αντανακλάται σε τρία βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, στην ταυτόχρονη παρουσία ενός υψηλού ποσοστού ατόμων που αναζητούν εργασία με το σχετικά υψηλό ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας προς το σύνολο των κενών και των κατειλημμένων θέσεων εργασίας, το οποίο αποτελεί δείκτη ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις (Γράφημα 1α). Δεύτερον, στον σχετικά υψηλό αριθμό περιπτώσεων που καταγράφεται πλεόνασμα, ή έλλειμμα δεξιοτήτων των απασχολούμενων σε σχέση με τη θέση εργασίας που κατέχουν, με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Τρίτον, στη σχετικά υψηλή ετεροαπασχόληση, η οπoία αντικατοπτρίζεται στις περιπτώσεις εργαζομένων που απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους (Γράφημα 2β).
Στο πλαίσιο αυτό αναδεικνύεται ο ρόλος και η σημασία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η διασύνδεση της εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων -συμπεριλαμβανομένης της επαγγελματικής εκπαίδευσης- και η ενίσχυση υποδομών και προγραμμάτων που στηρίζουν τη διά βίου εκπαίδευση αποτελούν προϋποθέσεις για την άμβλυνση της διαρθρωτικής ανεργίας και, ως εκ τούτου, την περαιτέρω πτώση του ποσοστού της ανεργίας στη χώρα μας αλλά και για την αποτελεσματική αντιστοίχιση των δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας.
Στο παρόν Δελτίο επιχειρούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων που χαρακτηρίζει την εγχώρια αγορά εργασίας και παραθέτουμε επαγγέλματα και δεξιότητες με υψηλή ζήτηση τα τελευταία χρόνια αλλά και εκείνα για τα οποία εκτιμάται ότι θα υπάρχει ζήτηση μεσοπρόθεσμα.
Κενές Θέσεις εργασίας και Μακροχρόνια Ανεργία
Στο Γράφημα 1 παρουσιάζεται η συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας και της ανεργίας, το πρώτο εξάμηνο του 2024. Η διακεκομμένη μπλε γραμμή (τάση) απεικονίζει την αντίστροφη σχέση μεταξύ των δύο μεταβλητών για τις χώρες της ΕΕ-27. Συγκεκριμένα, χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Αυστρία και η Νορβηγία παρουσιάζουν χαμηλή ανεργία και υψηλά ποσοστά κενών θέσεων εργασίας. Αντιθέτως, χώρες όπως η Ελλάδα και η Σουηδία παρουσιάζουν μεν υψηλή ανεργία, αλλά ταυτόχρονα και υψηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας, γεγονός που υποδηλώνει αναντιστοιχία ανάμεσα στις θέσεις εργασίας που ζητούνται από τις επιχειρήσεις και τις δεξιότητες του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αντίθετα, η Ισπανία παρουσιάζει υψηλό ποσοστό ανεργίας με χαμηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας, γεγονός που δεικνύει ότι υπάρχει ζήτημα κυκλικής ανεργίας με σχετικά χαμηλότερη ενεργή ζήτηση. Σε γενικές γραμμές, οι χώρες που βρίσκονται πάνω από τη γραμμή της τάσης εμφανίζουν μεγαλύτερες αναντιστοιχίες προσφερόμενων και ζητούμενων θέσεων εργασίας για τα ίδια ποσοστά ανεργίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σύγκριση με την περίοδο πριν την πανδημία και συγκεκριμένα με το πρώτο εξάμηνο του 2019, το ποσοστό της ανεργίας έχει μειωθεί κατά περίπου επτά ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το ποσοστό κενών θέσεων εργασίας έχει αυξηθεί από 0,7% σε 2,8%. Αυτό μπορεί να αποδοθεί, από τη μία πλευρά, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, λόγω της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και επομένως, στη μείωση της κυκλικής ανεργίας και, από την άλλη πλευρά, στην ύπαρξη διαρθρωτικής ανεργίας, η οποία συνεπάγεται χάσμα μεταξύ των δεξιοτήτων των ανέργων και των απαιτήσεων της αγοράς εργασίας. Ένα μέτρο της διαρθρωτικής ανεργίας είναι το φυσικό ποσοστό ανεργίας, το οποίο εκτιμάται από την ΕΕ ότι θα κινηθεί γύρω στο 9% την επόμενη διετία, με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 να προβλέπεται κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος. Παράλληλα, το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων ανήλθε σε 52,5% επί του συνόλου των ανέργων το πρώτο εξάμηνο του 2024 και ήταν το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
Διάρθρωση του εργατικού δυναμικού με βάση το εκπαιδευτικό υπόβαθρο και αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων
Στην Ελλάδα καταγράφεται σταθερή αύξηση του ποσοστού των ατόμων με ανώτερη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, σε διάστημα είκοσι ετών, στο εργατικό δυναμικό της χώρας ηλικίας 15-64 ετών, η αναλογία αποφοίτων πανεπιστημίου είχε διπλασιαστεί, φθάνοντας στο 30%, το 2022, δηλαδή στον μέσο όρο της ΕΕ-27. Στις νεότερες μάλιστα ηλικίες του εργατικού δυναμικού 25-34 ετών, η αναλογία πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έφτασε στο 45%, ποσοστό υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-27 (42%) (Γράφημα 2α). Επιπλέον, το 70% των πτυχιούχων πανεπιστημίου το 2022, εξασφάλισε εργασία εντός 3 ετών από την αποφοίτησή του, ποσοστό το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης (48% το 2012).
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, χαρακτηρίζεται από αναντιστοιχίες ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων, όπως υποδηλώνουν διάφοροι δείκτες της Eurostat, του CEDEFOP και του ΟΟΣΑ. Όταν υπάρχουν περισσότερες τυπικές δεξιότητες ή προσόντα από αυτά που απαιτούνται σε μία θέση εργασίας, έχουμε πλεόνασμα ή υπερεπάρκεια δεξιοτήτων (skills overqualification), ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, στην οποία υπολείπονται οι απαιτούμενες δεξιότητες έναντι των προσφερόμενων, έχουμε έλλειμμα δεξιοτήτων (skills underqualification). Αναντιστοιχίες, όμως, εντοπίζονται και όταν οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο των σπουδών τους, όπου τότε καταγράφεται το φαινόμενο της ετεροαπασχόλησης (field-of-study mismatch).
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παρουσίαζε, το 2023, το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ισπανία στην ΕΕ σε πλεόνασμα δεξιοτήτων, μεταξύ των απασχολουμένων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στις ηλικίες 15-64 ετών, φθάνοντας στο 31,4%, έναντι του 22% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ μεταξύ ανδρών και γυναικών τα ποσοστά αυτά είναι παραπλήσια (32,4 έναντι 30,4%, το 2023). Για τους απασχολούμενους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών, εκείνοι που καταγράφουν πλεόνασμα δεξιοτήτων βάσει επιπέδου σπουδών φθάνουν στο 37,4% του συνόλου το 2023, καταγράφοντας έτσι αφενός, το υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες στην Ελλάδα και αφετέρου το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
Επιπλέον, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τρεις δείκτες αναντιστοιχίας δεξιοτήτων, το 2019, ένας στους τέσσερις εργαζόμενους στην Ελλάδα ανήκε στην κατηγορία εκείνων που παρουσίαζαν πλεόνασμα δεξιοτήτων, γεγονός που κατέτασσε τη χώρα στην τέταρτη υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Αντίθετα, ως προς το καταγεγραμμένο έλλειμμα δεξιοτήτων, η Ελλάδα ευθυγραμμιζόταν, το 2019, με τους μέσους όρους του ΟΟΣΑ και της ΕΕ-27, με ποσοστό που έφθανε το 17,5%. Ωστόσο, η Ελλάδα ηγείτο των χωρών του ΟΟΣΑ, το 2019, ως προς τον δείκτη ετεροαπασχόλησης, δηλαδή της αναντιστοιχίας ως προς το πεδίο σπουδών και το αντικείμενο εργασίας, σε ποσοστό 41,7%, ξεπερνώντας τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27 και του ΟΟΣΑ (32% αμφότεροι) (Γράφημα 2β).
Oι δείκτες αυτοί θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, σε συνδυασμό πάντα και με τα υπόλοιπα στοιχεία που διαθέτουμε για να αξιολογήσουμε την αγορά εργασίας και το ανθρώπινο δυναμικό της ως προς τις δεξιότητες και τα προσόντα του. Επιπρόσθετα, είναι κρίσιμης σημασίας η υλοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, όπως προβλέπεται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίες στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της ερευνητικής απόδοσης και της ποιότητας της εκπαίδευσης, στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων με έμφαση στις ψηφιακές, πράσινες και τεχνικές δεξιότητες αλλά και στην ευθυγράμμιση αυτών με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας.
Επαγγέλματα και δεξιότητες με προσδοκώμενη ζήτηση
Το 2022, οι κλάδοι στους οποίους πάνω από τους μισούς απασχολούμενούς τους ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, την εκπαίδευση, τις χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, τις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ), τις δραστηριότητες υγείας, τη διαχείριση ακινήτων και τη δημόσια διοίκηση. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μεταξύ 2012 και 2022, δώδεκα επαγγέλματα κατέγραψαν υπερδιπλασιασμό στον αριθμό απασχολουμένων τους. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αρκετά επαγγέλματα που συνδέονται με τον κλάδο ΤΠΕ, όπως οι προγραμματιστές και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών (αύξηση 133%), οι τεχνικοί τηλεπικοινωνιών (αύξηση 110%) και οι επαγγελματίες βάσεων δεδομένων και δικτύων (αύξηση 178%). Επιπλέον, επαγγέλματα που συνδέονται με την αλυσίδα παραγωγής τροφίμων αλλά και άλλα, όπως και οι εργαζόμενοι στον τομέα του αθλητισμού και της σωματικής αγωγής, επίσης, σημείωσαν σημαντική αύξηση.
Ως προς τις πιο δημοφιλείς δεξιότητες, με βάση τη διαδικτυακή αναζήτηση αγγελιών εργασία, σύμφωνα με το CEDEFOP, το 2022, περιελάμβαναν, πρωτίστως, την ικανότητα χρήσης ψηφιακών εργαλείων (όπως τη δημιουργία ψηφιακού περιεχομένου) σε ποσοστό 35% αλλά και τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων (27%), δεξιότητες διαμεσολάβησης και δικτύωσης (26%), προώθησης και πωλήσεων (22%), διεκπεραίωσης διοικητικών δραστηριοτήτων (18%) καθώς και οργάνωσης και σχεδιασμού (16%). Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό ζητούμενων δεξιοτήτων περιλαμβάνει και άλλες ψηφιακές και ΤΠΕ ικανότητες, όπως η ανάλυση ψηφιακών δεδομένων (12%), ο προγραμματισμός πληροφοριακών συστημάτων (10%) και η ανάλυση και αξιολόγηση πληροφοριών και δεδομένων (7%) (Γράφημα 3).
Ένας ακόμη σημαντικός δείκτης του CEDEFOP για την αγορά εργασίας σε σχέση με τις δεξιότητες είναι και το σύνολο των διαθέσιμων θέσεων εργασίας (job openings), το οποίο αποτελείται από την καθαρή μεταβολή στην απασχόληση, δηλαδή της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας (job creation) και εκείνων που αφορούν στην ανάγκη αντικατάστασης εργαζομένων σε υφιστάμενες θέσεις εργασίας (replacement demand), κατανεμημένο σε τέσσερις ευρείες επαγγελματικές κατηγορίες με βάση τις δεξιότητες (Γράφημα 4). Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του CEDEFOP για την Ελλάδα, για την περίοδο 2021-2035, προβλέπεται ότι από το σύνολο των διαθέσιμων θέσεων εργασίας α) το 41% θα έχει σχέση με εξειδικευμένα μη χειρωνακτικά επαγγέλματα, κυρίως στον τομέα των πωλήσεων και των προσωπικών υπηρεσιών, β) το 30% θα αφορά επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης μη χειρωνακτικού χαρακτήρα, με κυρίαρχες τις θέσεις στην εκπαίδευση, την υγεία, τον νομικό κλάδο, τα κοινωνικά επαγγέλματα και τον πολιτισμό, γ) το 21% θα συνδέεται με εξειδικευμένες χειρωνακτικές θέσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των γεωργικών εργασιών και των οδηγών και δ) το 8% θα αφορά επαγγέλματα χαμηλής εξειδίκευσης (π.χ. απλές βοηθητικές εργασίες) (CEDEFOP 2023 Skills forecast Greece).
Τέλος, σημαντικός είναι και ο δείκτης απασχόλησης σε θέσεις υψηλής τεχνολογίας του CEDEFOP που μετρά το ποσοστό των ατόμων στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες που ασχολούνται σε δραστηριότητες υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης. Μέχρι το 2035, η προβλεπόμενη απασχόληση υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα αναμένεται να φθάσει στο 4,1% του συνόλου, χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (9%). Από αυτό το ποσοστό, οι υπηρεσίες έντασης γνώσης αναμένεται να αντιπροσωπεύουν το 2,8% (ΕΕ-27: 3,9%) και η μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας το 1,3% (ΕΕ-27: 5,1%), ενώ, σε κλαδικό επίπεδο, η αύξηση των θέσεων απασχόλησης σε θέσεις υψηλής τεχνολογίας αναμένεται να είναι εντονότερη στις κατασκευές, την ενέργεια, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αλλά και στις ΤΠΕ, τον τουρισμό και το εμπόριο.