Α. Μάλλιου
δικηγόρου – οικονομολόγου*
Το εμπίστευμα (trust) αποτελεί θεσμό, με τον οποίο επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός μεταξύ της διαχείρισης και της απόλαυσης μιας ομάδος περιουσίας. Θεσμός που δεν προβλέπεται στο ελληνικό δίκαιο ούτε και σε πολλά ακόμη ηπειρωτικά δίκαια. Ιστορικά, το εμπίστευμα συνιστά θεσμό που χρησιμοποιείται στην αγγλοαμερικανική επικράτεια, ήδη από την εποχή των Σταυροφοριών. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να διατηρηθούν ενιαίες οι περιουσίες των Σταυροφόρων, κατά το διάστημα που αυτοί απουσίαζαν και με την επιμέλεια τρίτων προσώπων.
Ως μόρφωμα, το εμπίστευμα στερείται αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας, με περαιτέρω συνέπεια να στερείται της ικανότητας να δικαιοπρακτεί. Δημιουργείται με πράξη (trust deed) είτε εν ζωή είτε με διάταξη διαθήκης. Για τη σύσταση του, απαιτείται η συμμετοχή τριών προσώπων: του ιδρυτή (settlor) ο οποίος μεταβιβάζει περιουσιακά στοιχεία στον εμπιστευματούχο (trustee), τα οποία ο τελευταίος διατηρεί χωριστά από την προσωπική του περιουσία και διαχειρίζεται προς όφελος του δικαιούχου του εμπιστεύματος (εμπιστευματοδόχος/ beneficial owner). Δικαιούχος του εμπιστεύματος δύναται να είναι ο ιδρυτής του ή/ και τρίτο πρόσωπο που ορίζεται από αυτόν. Τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν τεθεί σε εμπίστευση καθώς και οι καρποί που από αυτά παράγονται δύνανται να περιέλθουν στον εμπιστευματοδόχο, κατά τη διάρκεια ισχύος του εμπιστεύματος ή/ και στη λήξη αυτού. Έτσι, με την ίδρυση του εμπιστεύματος, ο εμπιστευματοδόχος αποκτά ένα εμπιστευματικό / από επιείκεια δικαίωμα, σε βάρος του εμπιστευματούχου και κατά νόμο κυρίου. Στο εμπίστευμα είναι δυνατόν να δωρηθεί / κληρονομηθεί περιουσία και τρίτου προσώπου.
Το ενδιαφέρον στοιχείο του εμπιστεύματος είναι ότι η περιουσία ενός ατόμου τίθεται υπό προστατευτικό καθεστώς. Αφού, ως (νομικός) κύριος αυτής της περιουσίας εμφανίζεται τρίτο πρόσωπο, ο εμπιστευματούχος (legal owner – trustee) και όχι ο ουσιαστικός / οικονομικός ιδιοκτήτης αυτής. Κατά τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια είναι αρκετά σύνηθες φαινόμενο, η διαχείριση κινητών αξιών και αποταμιευμένου κεφαλαίου να λαμβάνει χώρα με τη χρησιμοποίηση του θεσμού του εμπιστεύματος, με εμπιστευματούχους επιχειρηματικές οργανώσεις εξειδικευμένες ακριβώς στη διαχείριση αυτή. Μάλιστα, εμφανίζεται ως συνήθης ο σχεδιασμός της ίδρυσης αλλοδαπής εταιρείας σε χώρα με χαμηλό ή ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων σε αυτή από τον ιδρυτή – εταίρο της και κύριο των περιουσιακών στοιχείων και ακολούθως της θέσης των μετοχών της σε εμπίστευση. Πρώτος δικαιούχος του εμπιστεύματος συνήθως ορίζεται ο κύριος της περιουσίας και ιδρυτής της εταιρείας, με δεύτερους δικαιούχος, συνήθως, τους έχοντες άμεσο κληρονομικό δικαίωμα (παιδιά, σύζυγος, κ.ο.κ.) ή στενή προσωπική σχέση.
Ανάλογα με την επιμέρους έννομη τάξη που επιλέγεται για την ίδρυση του εμπιστεύματος και τις ειδικότερες προβλέψεις της καθώς και το επιλεγόμενο τύπο αυτού, ο ιδρυτής διατηρεί μικρότερες ή μεγαλύτερες (discretionary trust) εξουσίες διαχείρισης ή ακόμη και ανάκλησης (revocation order) του εμπιστεύματος. Μπορεί να προβλεφθεί και η έλλειψη οιασδήποτε διαχειριστικής εξουσίας του εμπιστευματούχου, ο οποίος στις περιπτώσεις αυτές αναλαμβάνει μόνο την υποχρέωση να μεταβιβάσει σε τρίτα πρόσωπα τα περιουσιακά στοιχεία που τέθηκαν σε εμπίστευση (bare trust).
Συμπερασματικά, το εμπίστευμα είναι θεσμός πολλών εννόμων τάξεων, απολύτως νόμιμου χαρακτήρα που δεν σκοπεί στη φοροδιαφυγή. Η προστασία του ιδρυτή του έναντι των τρίτων, η διατήρηση του ενιαίου χαρακτήρα της περιουσίας και η κτήση από αυτήν καρπών τόσο από τον ιδρυτή όσο και από τους κληρονόμους αυτού ή / και λοιπά τρίτα πρόσωπα και χωρίς τη διάσπαση ή αποδυνάμωση της συνιστούν μερικούς από τους κύριους σκοπούς που εξυπηρετούνται αποτελεσματικά από το εμπίστευμα.
Λόγω της παγκοσμιοποίησης, στο πλαίσιο της οποίας είναι ελεύθερη η κίνηση κεφαλαίων, η χρησιμοποίηση θεσμών αλλοδαπού δικαίου, όπως το εμπίστευμα, συνιστά μια απολύτως θεμιτή επιλογή. Ήρθε ο καιρός ο θεσμός αυτός να αποδαιμονοποιηθεί. Αν κατανοήσουμε τις επιμέρους σχέσεις που αναπτύσσονται κατά τη σύσταση, λειτουργία και λήξη μιας σχέσης εμπίστευσης, αυτή θα ενταχθεί στο ελληνικό φορολογικό περιβάλλον και τα αποτελέσματα της θα επιβαρυνθούν με τους ημεδαπούς φόρους, κατά τρόπο σύμφωνο με τη φοροδοτική ικανότητα των εμπλεκομένων προσώπων.
_____________________________________________________________________
*Η Α. Μάλλιου ασχολείται με το φορολογικό δίκαιο, είναι εταίρος της δικηγορικής εταιρείας «ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ – ΒΕΚΡΗΣ» (www.potamitisvekris.com) και εκδότης του νομικού – φορολογικού περιοδικού «ΔΕΛΤΙΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ» (www.dfn.gr).