Τέσσερις λόγοι για τους οποίους οι τράπεζες μπορούν να πάνε καλύτερα

 

Οι τράπεζες βρίσκονται και θα παραμείνουν στο επίκεντρο της Αγοράς για όλη την φετινή χρονιά. Αφενός αποτελούν τον καλύτερο εκφραστή της πορείας των μακροοικονομικών δεικτών της χώρας, αφετέρου έχουν με το μέρος τους δυνατούς καταλύτες που έχουν άμεσο αντίκτυπο στα αποτελέσματα τους. Η εξάρτηση βέβαια από τις πολιτικές εξελίξεις είναι σχεδόν απόλυτη, κίνδυνος ο οποίος εκφράζεται με το υψηλό discount που εμφανίζουν οι αποτιμήσεις.

Του Μάνου Χατζηδάκη

Οι αριθμοί ωστόσο έχουν την σημασία τους. Αν οι τράπεζες μπορέσουν να δημιουργήσουν εσωτερική αξία θα έχουν ένα επιπλέον επιχείρημα στο να διεκδικήσουν υψηλότερες αποτιμήσεις. Μια χαμηλή αποτίμηση με ζημιογόνο τελικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει μικρό καθοδικό περιθώριο δεν δίνει ωστόσο ισχυρά κίνητρα αγοράς που θα προέλθουν από την διαμόρφωση μιας υψηλότερης δίκαιης τιμή.

Στην παρούσα φάση πολλά θα μπορούσαν να βοηθήσουν ή να στερήσουν από τις τράπεζες αυτό το επιπλέον ανοδικό περιθώριο. Η βασική διάκριση είναι στο κατά πόσο οι παραδοχές εκφράζουν επιθυμίες ή πατούν πάνω σε εξελίξεις που είναι εφικτές σε ένα εύλογο –βλέπε κοντινό- βάθος χρόνου. Μια εκτίμηση για παράδειγμα επιστροφής καταθέσεων 20 δις ευρώ μάλλον αποτελεί επιθυμία όταν περιορίζεται στα επόμενα δύο ή τρία χρόνια.

Το ίδιο ισχύει και για την πιστωτική επέκταση με ρυθμούς 3 – 5% ετησίως όταν η εξάρτηση της χρηματοδότησης από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA) είναι κοντά στα 69 δις ευρώ. Υπάρχουν όμως παράμετροι που είτε εξαρτώνται από εσωτερικές οργανικές δράσεις είτε έχουν συνδεθεί με το κλείσιμο της αξιολόγησης. Να ποιες είναι αυτές και τι αντίκτυπο μπορεί να έχουν:

 

  • Οι παραδοχές του διαγνωστικού τεστ αντοχής του Οκτωβρίου του 2015. Δεν είναι κάτι που μπορεί να προσθέσει αξία αμέσως έχει να κάνει όμως με τον βαθμό στον οποίο έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί οι τράπεζες. Είναι τόσο αυστηρές οι παραδοχές -ακόμα και του βασικού σεναρίου- που τα 10 δις ευρώ που αφορούν τις πρόσθετες προβλέψεις δανείων φτάνουν και περισσεύουν για τα επόμενα δύο χρόνια.
  • Οι δύο πίνακες που δείχνουν τις παραδοχές του τεστ αντοχής και οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέχουν σημαντικά και αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να συμβεί κάτι δραματικά εξαιρετικό για να υποχρεωθούν οι εγχώριες τράπεζες να πάρουν νέες ζημιές από το δανειακό τους χαρτοφυλάκιο. Επίσης η ανάποδη ανάγνωση αυτής της υπόθεσης λέει πως αν τα πράγματα πάνε καλύτερα τότε η ώρα της αντιστροφής επισφαλών προβλέψεων είναι κοντά.

 

Τι υπολόγισε η ΕΚΤ στους μακροοικονομικούς δείκτες για τα στρες τεστ και τι εκτιμά η Ε.Ε για την Ελλάδα

 

ΕΚΤ – Βασικό Σενάριο ΕΚΤ – Δυσμενές Σενάριο Ε.Ε. Εκτιμήσεις
Ετος 2015 2016 2017 2015 2016 2017 2015 2016 2017
ΑΕΠ (%) -2,3% -1,3% 2,7% -3,3% -3,9% 0,3% 0,0% -0,7% 2,7%
Πληθωρισμός -0,4% 1,5% 0,9% -0,7% 0,6% -1,0% -1,1% 0,5% 0,8%
Ανεργία 26,9% 27,1% 25,7% 27,3% 28,1% 27,5% 25,1% 24,0% 23,8%

Πηγή: ΕΚΤ, Ε.Ε.

 

  • Μείωση της χρήσης του ELA: Μπορεί οι καταθέσεις να αργήσουν να γυρίσουν στις τράπεζες αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν έχουν εργαλεία να μειώσουν τον ELA. Ο βασικός καταλύτης πίσω από αυτή την εξέλιξη θα είναι η έναρξη της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος.
  • Εκτιμάται ότι σε αυτή την χρονική στιγμή ο διοικητής της ΕΚΤ θα κινηθεί προληπτικά δίνοντας το πράσινο φως για την αποδοχή των ελληνικών αξιογραφων στην παραδοσιακή χρηματοδότηση της ΕΚΤ μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού. Η ΕΚΤ «χρεώνει» την ρευστότητα της 0,05% ενώ ο ELAέχει κόστος 31 φορές υψηλότερο (1,55%).
  • Εκτιμάται ότι η αποδοχή των ελληνικών αξιογράφων (Έντοκα ομόλογα, κρατικά ομόλογα, Πυλώνας 3 κλπ) αφορούν αξίες που σταδιακά θα μπορούσαν να φθάσουν τα 40 – 42 δις ευρώ. Το όφελος δεν θα είναι ευθέως ανάλογο ωστόσο μια εξοικονόμηση ύψους 400 εκατ. ευρώ ετησίως και για τις τέσσερις τράπεζες θα μπορούσε να επιτευχθεί απευθείας με την αύξηση του επιτοκιακού αποτελέσματος.

 

Πως διαμορφώνεται χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από ΕΚΤ και ELA

  • Αναδιαρθρώσεις: Μετά από διαδοχικές μειώσεις προσωπικού και συρρίκνωσης δικτύου τα τελευταία τρία χρόνια οι τράπεζες έχουν θέσει τον πήχη των οργανικών εξόδων ως προς τα έσοδα τους στο 45%. Αυτό σημαίνει ότι πλέον για κάθε ένα ευρώ που αποτελεί λειτουργικό έξοδο (μισθοί, διαφήμιση, ενοίκια, IT, κλπ) θα παράγονται πάνω από δύο ευρώ οργανικά κέρδη. Με αυτό το περιθώριο και με τις προβλέψεις σε ύφεση οι τέσσερις τράπεζες μπορούν να κατεβάσουν στα προ φόρων αποτελέσματα τους 1,1 εώς 1,4 δις ευρώ από εξοικονομήσεις κόστους. Δεν θα είναι κάτι άμεσο όπως ας πούμε η αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου καθώς δράσεις όπως οι εθελούσιες χρειάζονται μία χρήση για να εμφανίσουν την πλήρη ωφέλεια στο κόστος. 

 

  • Μη εξυπηρετούμενα Δάνεια: Είναι περισσότερο μια προσδοκία παρά μια ορατή πραγματικότητα από την στιγμή που δεν έχει ακόμα κλείσει το νομοσχέδιο για την διαχείριση ή την πώληση των κόκκινων δανείων. Γεγονός είναι πάντως ότι σαν μέγεθος είναι μετρήσιμο (90 δις ευρώ επισφάλειες, ή 110 δις ευρώ επισφαλή έκθεση) με 60 δις συσσωρεμένες προβλέψεις.
  • Άρα εδώ οι τράπεζες θα μπορούσαν να ανακτήσουν ένα ποσοστό 15-20% των ήδη σχηματισμένων προβλέψεων κυρίως μέσα από επιχειρηματικά ή στεγαστικά δάνεια που θα τους επέτρεπαν να εγγράψουν κέρδη κοντά στα 10 – 12 δις ευρώ. Ωστόσο η προσέγγιση των επισφαλών δανείων και η αντιστροφή τους σε ενήμερα υπόλοιπα έχει μεγαλύτερο χρονικό βάθος γεγονός που τα καθιστά λιγότερο ασφαλή για μια κατηγορηματική πρόβλεψη.

Οι τέσσερις καταλύτες μπορούν να βελτιώσουν την συνολική κερδοφορία των τραπεζών είτε απευθείας με την αύξηση των εσόδων και την ανάκτηση των κεφαλαίων είτε έμμεσα με την μείωση του κόστους. Εφόσον το οικονομικό κλίμα σταθεροποιηθεί μπορούν να προστεθούν και νέοι καταλύτες οι οποίοι θα συνδέονται με την άρση των περιορισμών της κίνησης κεφαλαίων, της πώλησης θυγατρικών στο εξωτερικό ή την επιστροφή σε πιο παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες πίστης.

Με δεδομένο ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει δεσμευθεί ότι θα πουλήσει τα ποσοστά που κατέχει το ΤΧΣ σε ιδιώτες επενδυτές η εσωτερική παραγωγή αξίας αποτελεί μονόδρομο για να ανακτήσει πλήρως τα κεφάλαια του και ενδεχομένως και κάποιο μέρος από τα κεφάλαια που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη ανακεφαλαιοποίηση του 2013. 

Μ.Χατζηδάκης