Μαρία Χούκλη: Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο

Της Μαρίας Χούκλη

Απόδραση, διάλειμμα, διαφυγή, διακοπή, ανάπαυλα. Κάθε λέξη φέρει άλλο εννοιολογικό φορτίο, έστω κι αν είναι συνώνυμες, αν θέλεις να περιγράψεις τη σύντομη σωματική και ψυχική μετακίνηση από ο,τι συνιστά πραγματικότητα, προσωπική και συλλογική. Άλλο δραπετεύω και διαφεύγω, άρα από μια φυλακή, άλλο κάνω διάλειμμα και ανάπαυλα, άρα δεν θεωρώ ότι για τα κακώς κείμενα που αφήνω δεν φέρω ευθύνη. Το πώς θα «φύγεις», το πού θα πας εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, υλικούς και μη υλικούς. Σε κάθε περίπτωση, ο διασκεδασμός μας δεν μπορεί να αποτελεί άλλη μια ρετσέτα για τον διαχωρισμό μας σε «εμάς και τους άλλους».

Διάβασα, για παράδειγμα, στο editorial της εφημερίδας που απηχεί τις θέσεις του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ τι θα συνιστούσε πολιτικά ορθή αξιοποίηση του τριήμερου της Καθαράς Δευτέρας, προκειμένου να ξεχάσουμε τις σκοτούρες για τις οποίες εννοείται φταίνε οι άλλοι.

«…Τα κλαρίνα και το ροκ, μια βόλτα στη γειτονιά μας με ένα τίμιο (!)μασκάρεμα, ένα τσιμπούσι με φίλους και προσπάθεια να πετάξει καλοζυγισμένος ο χαρταετός… Με βόλτες σε κοντινά υψώματα, χωριά και κάστρα, με συναπαντήματα οικογενειών, με τσιπουράκι, λαγάνα, ταραμοσαλάτα στο σπίτι του γείτονα ή περίπατο σε κάποια από τις παραλίες από τις πάμπολλες που διαθέτει η όμορφη χώρα μας».

Μόνο που το κείμενο δεν ήταν απλώς συμπίλημα προτάσεων για το εορταστικό τριήμερο. Από αράδα σε αράδα, σκιαγραφείται το είδος της πραγματικότητας από την οποία αξίζει να διαφύγει για λίγο ο, κατά τον αρθρογράφο, «κανονικός» άνθρωπος. Η αποτύπωση, όμως, είναι ετεροβαρής, μισή, λειψή, μη αμερόληπτη.

Οι κραυγές στα τηλεπαράθυρα και βαθυστόχαστες αναλύσεις επί παντός του επιστητού -που ορθώς επικρίνονται- δεν προέρχονται μόνο από τους άλλους, αλλά και από τους «δικούς» μας. Οι ειδήσεις για την πορεία της διαπραγμάτευσης δεν είναι χωρίς πολιτικό πρόσημο, απλά συμβάντα της φύσης. Έχουν να κάνουν και με τη διάψευση της ανεδαφικής προεκλογικής υπόσχεσης ότι δεν θα υπάρξουν περικοπές στις συντάξεις, ούτε νέα φορολογικά βάρη. Τα tweet του Τουσκ δεν χρειάστηκαν καμμία διασταλτική ερμηνεία. Ήταν περισσότερο από σαφή. Η βαλκανική οδός έκλεισε de facto, επιβεβαιώνοντας ότι στην πολιτική πολλά λέγονται και δεν γίνονται, ενίοτε όμως «πολλά γίνονται, αλλά δεν λέγονται». Σωστή η ευαισθησία για την προστασία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, τον μέγιστο πυλώνα της Δημοκρατίας. Γιατί, όμως, δεν εκδηλώνεται η ίδια αγωνία για τη λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών, τα θεσμικά αντίβαρα που ερύουν την ύπαρξη τους από το Σύνταγμα. Αν θυμάμαι καλά, «είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος».

Η λίστα των προτάσεων για λαϊκά Κούλουμα απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στην ανοιχτή πληγή της Ειδομένης. Αυτή κι αν είναι σκληρή πραγματικότητα. Θα περίμενα, να πω την αλήθεια, από ένα χώρο που θεωρεί ότι έχει το μονοπώλιο της ευαισθησίας σ’ αυτά τα ζητήματα να προτείνει στη νεολαία του να περάσει το τριήμερο με εθελοντική προσφορά στα καταλύματα της εξαθλίωσης, να συνδράμει στην ανακούφιση του ξένου πόνου.

Ωστόσο, με προβλημάτισε περισσότερο και από την επιλεκτική μνήμη και λήθη των αναφορών στις πτυχές της πραγματικότητας η κεντρική ιδέα του άρθρου. Συμπυκνούται στον τίτλο της ασπρόμαυρης ταινίας του Ορέστη Λάσκου «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Δεν χρειάζονται χρήματα για να περάσουμε καλά, αλλά λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και αγάπη. Μάλιστα.

Πτωχοί πλην τίμιοι, λοιπόν. Αυτό είναι το όραμα για την Ελλάδα;

Ήλιος, τσίπουρο και ένα όνομα βαρύ σαν Ιστορία;

Πόσο μακριά θα μας πάει αυτή η ιδέα; Στην αναδιάταξη του κόσμου που συντελείται ενώπιον μας, η χώρα μας επιλέγει για τον εαυτό της την παρωχημένη δυτική φαντασίωση του Zorbas the Greek;

Ακόμη κι αν αύριο κλείσει η αξιολόγηση, συμφωνηθεί η επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους και τακτοποιηθούν όλοι οι πρόσφυγες/μετανάστες σε κέντρα φιλοξενίας, δεν χρειαζόμαστε ένα όραμα/σχέδιο για μια Ελλάδα του 21ου αιώνα; Αρκεί στους κυβερνώντες μια χώρα του ολίγου, «Μικροκέρδη και μικροζημιές συμψηφίζοντας»;

Η απόδραση, το διάλειμμα, η διαφυγή, η διακοπή και η ανάπαυλα τελείωσαν. Επιστροφή στις σκοτούρες, πιο σκοτισμένοι από ποτέ.