Σύμφωνα με την κα Παπακωνσταντίνου, η τεχνογνωσία του εγχώριου ασφαλιστικού κλάδου υποστήριξε την ομαλή αντιμετώπιση των συνεπειών των φυσικών καταστροφών που σημάδεψαν το προηγούμενο έτος.
Αναλυτικά το άρθρο
Το 2023 ο εγχώριος ασφαλιστικός κλάδος διατήρησε την ευρωστία του, υποβοηθούμενος από τις ικανοποιητικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά συνέχισαν να επιδεικνύουν υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια, υπερκαλύπτοντας τις απαιτήσεις που απορρέουν από το εποπτικό πλαίσιο. Επιπλέον, διαθέτουν επαρκώς διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια περιουσιακών στοιχείων, τα οποία επενδύονται κυρίως σε τίτλους σταθερού εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, το σύνολο του ενεργητικού τους ανήλθε σε 20,3 δισ. ευρώ, σημαντικό μέρος του οποίου ήταν κρατικά και εταιρικά ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Η τεχνογνωσία του εγχώριου ασφαλιστικού κλάδου υποστήριξε την ομαλή αντιμετώπιση των συνεπειών των φυσικών καταστροφών που σημάδεψαν το προηγούμενο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σχέση με απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω της κακοκαιρίας Daniel, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ανταποκρίθηκαν άμεσα καλύπτοντας πλέον των 300 εκατ. ευρώ σε απαιτήσεις. Η αντασφάλιση αποτελεί επίσης ένα πολύ σημαντικό εργαλείο μετριασμού του κινδύνου, καθώς το εκχωρημένο μέρος των παραπάνω απαιτήσεων υπερβαίνει το 75%.
Λόγω της θέσης και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών της χώρας, ο κίνδυνος φυσικών καταστροφών στην Ελλάδα είναι αυξημένος σε σχέση με τις περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Επιπλέον, η έκθεση σε φυσικές καταστροφές αυξάνεται διαχρονικά, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ελληνικός ασφαλιστικός κλάδος έχει τη δυνατότητα, τόσο σε κεφάλαιο όσο και σε τεχνογνωσία, να παρέχει την αναγκαία ασφαλιστική κάλυψη.
Εντούτοις, η ασφαλιστική διείσδυση στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλή. Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα υπάρχει σημαντικό κενό ασφαλιστικής προστασίας σε ό,τι αφορά τους κινδύνους σεισμού και πυρκαγιάς και ένα λιγότερο σημαντικό, αλλά κρίσιμο, ασφαλιστικό κενό όσον αφορά τους κινδύνους πλημμύρας και ανεμοθύελλας. Ενδεικτικά, από το 1990 έως το 2019, μόνο το 8% των συνολικών ζημιών που συνέβησαν κατά την περίοδο αυτή ήταν ασφαλισμένο. Πιο συγκεκριμένα, ήταν ασφαλισμένο μόνο το 9% των ζημιών από πυρκαγιές, το 4% από ανεμοθύελλες και το 8% από πλημμύρες και σεισμούς.
Τα ακραία φαινόμενα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Το άμεσο κόστος των φυσικών καταστροφών συνδέεται με την αποκατάσταση των ζημιών, το οποίο, λόγω του σημαντικού κενού ασφαλιστικής προστασίας στην Ελλάδα, καλύπτεται ως επί το πλείστον από την Πολιτεία. Ενδεικτικά, τα έτη 2020 και 2021 το μέσο ετήσιο ποσό που διατέθηκε από την Πολιτεία για την αποκατάσταση ζημιών ήταν πάνω από 1 δισ. ευρώ. Αυτό αντιπροσωπεύει περίπου το 40% του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) που καταβάλλεται μέσα σε έναν χρόνο από το σύνολο των πολιτών. Επιπρόσθετα, προκύπτει και ένα έμμεσο κόστος που σχετίζεται με τις επιπτώσεις στα μακροοικονομικά μεγέθη λόγω της διαταραχής της οικονομικής δραστηριότητας. Οι καταστροφές ενδέχεται να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο εγχώριο προϊόν και τον πληθωρισμό, η διάρκεια των οποίων εξαρτάται από την ένταση της διαταραχής και την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας.
Στην Ελλάδα, οι καταναλωτές δεν είναι επαρκώς ενήμεροι σχετικά με τα οφέλη της ασφάλισης, τα επίπεδα κινδύνου, την πραγματική τιμή της ασφάλισης κατοικίας και την αξιοπιστία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Σύμφωνα με έρευνες, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πληθυσμού χωρίς εμπειρία ασφάλισης στην Ε.Ε. Επίσης, το 57% των Ελλήνων που διαθέτουν ασφάλιση κατοικίας δεν την αγόρασε με δική του πρωτοβουλία, αλλά μόνο ως προϋπόθεση ενυπόθηκου δανεισμού. Οι Έλληνες πολίτες τείνουν να έχουν χαμηλότερη αντίληψη του κινδύνου που σχετίζεται με φυσικές καταστροφές, φαίνεται να προτιμούν μικρά βραχυχρόνια οφέλη παρά την καταβολή χρηματικών ποσών για μελλοντική προστασία, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνονται τη διαδικασία αγοράς ασφάλισης ως αρκετά δύσκολη. Ταυτόχρονα, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε., καθώς πάνω από το 30% των Ελλήνων πολιτών δεν είναι διατεθειμένο να αγοράσει ασφαλιστική κάλυψη, επειδή δεν εμπιστεύεται ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις θα πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Επιπρόσθετα, για πάνω από το 50% των ατόμων που διέκοψαν την ασφαλιστική τους κάλυψη οι λόγοι ήταν είτε ότι τα ασφάλιστρα ήταν πολύ υψηλά είτε ότι δεν είχαν πλέον αρκετά χρήματα για να πληρώσουν το ασφάλιστρο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν ώστε η απορρόφηση της ασφαλιστικής κάλυψης στην Ελλάδα να είναι περιορισμένη από πλευράς ζήτησης.
Η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον μετριασμό των αρνητικών επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών στο σύνολο της οικονομίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος θα σταθεί αρωγός της Πολιτείας σε κάθε προσπάθεια για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, τόσο σε όρους προσφοράς όσο και ζήτησης, για την ασφαλιστική κάλυψη των φυσικών καταστροφών.