Φρένο βάζει το Συμβούλιο της Επικρατείας, στην πρακτική ελεγκτών της εφορίας να προχωρούν σε αναδρομικούς ελέγχους, πέραν και της περιόδου πενταετούς παραγραφής, εάν είχαν στοιχεία που δεν τα αξιοποίησαν εντός της πενταετίας.
Σύμφωνα με την κρίση του Ανώτατου Δικαστηρίου, όπως προέκυψε κατά την εξέταση προσφυγής ελεγχόμενης εταιρίας, πριν παρέλθει ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, η φορολογική αρχή είχε λάβει απαντήσεις αλλοδαπών αρχών από προηγούμενα αιτήματα παροχής στοιχείων (με τη διαδικασία αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής) που έδειχναν εικονικές συναλλαγές της επιχείρησης. Ωστόσο υπέβαλε εκ νέου αίτημα για αμοιβαία διοικητική συνδρομή, σε χρόνο μετά την πάροδο της πενταετίας.
Η εφορία επικαλέστηκε τα στοιχεία αυτά ως «νέα», για να μπορέσει να επεκτείνει το χρονικό βάθος των ελέγχων πέραν της πενταετίας, στην οποία θα είχε παραγραφεί το δικαίωμα του δημοσίου να ξεκινήσει έλεγχο.
Το Δικαστήριο έκρινε όμως ότι τα στοιχεία αυτά, περιήλθαν εις γνώσιν της, κατόπιν νέου αιτήματος συνδρομής από το εξωτερικό, το οποίο υποβλήθηκε μετά την παρέλευση πενταετία. Και άρα, αφού είχαν προηγηθεί ήδη άλλα που δεν τα είχε αξιοποιήσει, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προέκυψαν για πρώτη φορά μετά την πενταετία, ώστε να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της παραγραφής στη δεκαετή.
Η υπόθεση αφορά έλεγχο σε επιχείρηση, για την οποία η εφορία είχε αναζητήσει στοιχεία από το εξωτερικό. Σύμφωνα με τον Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος η επιμήκυνση της παραγραφής από τα πέντε στα δέκα χρόνια γίνεται αποδεκτή για νέες πληροφορίες που περιέρχονται εις γνώση του ελεγκτικού μηχανισμού, εφόσον:
-η φορολογική αρχή έχει, ήδη, υποβάλει, το σχετικό αίτημα αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής προς την αρμόδια αλλοδαπή αρχή εντός του χρόνου κατά τον οποίο οφείλει να δράσει, δηλαδή εντός της πενταετίας και
– τα στοιχεία περιήλθαν μετά το πέρας της ως πενταετίας αλλά πριν τη συμπλήρωση δεκαετίας.
Μάλιστα το ΣτΕ επισημαίνει ότι «ανεξαρτήτως της δυσκολίας και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης, των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει κατά τον κρίσιμο χρόνο η φορολογική αρχή και της έλλειψης συνεργασίας του φορολογούμενου, τα στοιχεία που περιέρχονται στη φορολογική αρχή στο πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της παραγραφής από πενταετή σε δεκαετή, διότι, άλλως, κατά παράβαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η φορολογική αρχή θα μπορούσε να καθορίσει με τις ενέργειες και, ιδίως, τις παραλείψεις της τη διάρκεια της παραγραφής».
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και με τα στοιχεία τραπεζικών κινήσεων και καταθέσεων, για άσκηση αναδρομικών ελέγχων. Η εφορία ζητούσε από τράπεζες, πληροφορίες για καταθέσεις σε λογαριασμούς φορολογουμένων και τα επικαλείτο σαν «φρέσκα» στοιχεία, για να δικαιολογήσει 10ετή παραγραφή. Το ΣτΕ έκρινε και τότε ότι η εφορία είχε πρόσβαση στα στοιχεία αυτά αλλά δεν τα αξιοποίησε εγκαίρως, πριν παρέλθει πενταετία. Τα στοιχεία από τις ελληνικές τράπεζες ήταν πάντοτε διαθέσιμα και προσβάσιμα στη φορολογική διοίκηση, βάσει μιας σειράς νόμων που είχαν εκδοθεί πολύ πριν το 2012 που ξεκίνησαν οι αναδρομικοί έλεγχοι. Από το 1994 κιόλας, επί Αλέκου Παπαδόπουλου στο υπουργείο Οικονομικών, ο νόμος 2114 και το άρθρο 25 επέβαλαν «υποχρέωση παροχής πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές» από τις ελληνικές τράπεζες –ενώ ακολούθησε και πλειάδα άλλων νόμων για την άρση του τραπεζικού απορρήτου και την υποχρεωτική διαβίβαση στοιχείων των καταθετών στις φορολογικές αρχές.
Τι λέει ο Κώδικας
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ορίζει ότι η επιμήκυνση της παραγραφής από τα 5 στα 10 χρόνια ισχύει για πληροφορίες που έρχονται σε γνώση του ελεγκτικού μηχανισμού από το εξωτερικό για τις οποίες δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση.
- Ωστόσο όλες οι διαδικασίες διοικητικής συνδρομής πρέπει να γίνουν πριν την παρέλευση της πενταετίας.
Συγκεκριμένα για να επεκταθεί στη δεκαετία θα πρέπει η φορολογική αρχή να έχει, ήδη, υποβάλει το σχετικό αίτημα ή τα σχετικά αιτήματα αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής προς την αρμόδια αλλοδαπή αρχή εντός του χρόνου κατά τον οποίο οφείλει να δράσει, ήτοι εντός της πενταετίας και τα στοιχεία να περιέλθουν μετά το πέρας της ως πενταετίας και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαετίας.
Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, προβλέπει τα εξής για το χρόνο παραγραφής:
- Εφόσον από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν των φορολογικών αρχών εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που είχε δηλωθεί, ισχύει 10ετής παραγραφή. Τα συμπληρωματικά στοιχεία μπορούν να προέρχονται, για παράδειγμα, από τράπεζες του εξωτερικού, στις οποίες η φορολογική διοίκηση δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση.
- Η ολομέλεια του ΣΤΕ έχει κρίνει ότι τα στοιχεία για τα υπόλοιπα και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ανεξαρτήτως αν αυτά στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή. Και αυτό καθώς οι ελεγκτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών.
- Η διάρκεια παραγραφής αυξάνεται σε 15 έτη σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος.
- Για τις επιχειρήσεις που έχουν ενταχθεί προαιρετικά στο ηλεκτρονικό σύστημα τιμολόγησης ισχύει 3ετής παραγραφή αντί της πενταετούς για τις υπόλοιπες, ως κίνητρο για την ένταξη στο σύστημα ηλεκτρονικής τιμολόγησης.