Άλλο ένα απόθεμα ύψους 400 εκατ. ευρώ επέβαλε η Εποπτεία στις ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο του ότι υπάρχουν κίνδυνοι που δεν έχουν ακόμη επιδράσει άμεσα στο πιστωτικό σύστημα της χώρας αλλά ενδέχεται να το επηρεάσουν.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), η γραμμή ασφαλείας ορίζεται στο 0,25%. Αφορά κεφαλαιακά αποθέματα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που κριθεί απαραίτητο.
Η Τράπεζα της Ελλάδος ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις επιθυμίες του SSΜ που θέλει τη μη χαλάρωση των τραπεζών καθώς οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν δεν είναι πλήρως μετρήσιμοι, ωστόσο υπάρχουν και είναι σοβαροί και ενδέχεται να εκδηλωθούν.
Όπως επισημαίνεται, πρόκειται για «θετικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου, το οποίο ενεργοποιείται σε πρώιμο στάδιο του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου, όταν οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι δεν είναι ούτε υποτονικοί ούτε ιδιαίτερα αυξημένοι»
Αφού υπογραμμίζεται ότι «η αξιολόγηση των κυκλικών συστημικών κινδύνων στην Ελλάδα για το δ΄ τρίμηνο του 2024 καταδεικνύει ότι παραμένουν περιορισμένοι και το περιβάλλον κινδύνου εμφανίζεται ουδέτερο», προστίθεται: «H Τράπεζα της Ελλάδος καθόρισε το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα στο 0,25% με ημερομηνία εφαρμογής από 1ης Οκτωβρίου 2025».
Μέχρι πρότινος οι ελληνικές τράπεζες δεν διατηρούσαν τέτοιο απόθεμα ενώ αποχτούν τη συγκεκριμένη υποχρέωση (με συντελεστή 0,25%) από 1η Οκτωβρίου του 2025 όταν δηλαδή θα έχουν ολοκληρώσει την υποχρέωσή τους σχετικά με τα MREL που ήρθε νωρίτερα και πρέπει να εκπληρωθεί ως τον Ιούνιο του 2025.
Τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα αποθέματα
H Λιθουανία, η Μάλτα, η Αυστρία, η Ισπανία, η Πολωνία και η Φινλανδία είναι οι χώρες που προς το παρόν διατηρούν μηδενικό αντικυκλικό απόθεμα.
Τουναντίον η Κύπρος διατηρεί αντίστοιχο απόθεμα ύψους 1% ενώ 2,5% απόθεμα διατηρεί η Ισλανδία που είναι και το υψηλότερο ευρωπαϊκό μαξιλάρι.
Πώς υπολογίζεται το αντικυκλικό απόθεμα
Η Τράπεζα της Ελλάδος, αρμόδια αρχή για την επιβολή ανακοίνωσε την απόφασή της την Παρασκευή εξηγώντας πώς υιοθέτησε το θετικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου στην χώρα μας, το οποίο ενεργοποιείται σε πρώιμο στάδιο του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου, όταν οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι δεν είναι ούτε υποτονικοί ούτε ιδιαίτερα αυξημένοι. Ωστόσο ας σημειωθεί πως υπάρχουν.
Ποιους κινδύνους καλύπτει
Ως τέτοιους η εποπτική αρχή εννοεί κυρίως των γεωπολιτικό κίνδυνο αλλά και τον κίνδυνο κλίματος, που φαίνεται να είναι κίνδυνοι σημαντικοί και θα επηρεάσουν στο μέλλον το χρηματοοικονομικό σύστημα της χώρας.
Η εφαρμογή του συντελεστή του αποθέματος μπαίνει πάνω στο σταθμισμένο ενεργητικό των τραπεζών που ανέρχεται σε 160 δισ. ευρώ επί τον συντελεστή 0,25%.
Το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας (CCyB) έχει σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της προκυκλικότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όταν ο κυκλικός συστημικός κίνδυνος κρίνεται ότι αυξάνεται, τα ιδρύματα θα πρέπει να συσσωρεύουν κεφάλαια για να δημιουργήσουν αποθέματα ασφαλείας που ενισχύουν την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα σε περιόδους στρες, όταν πραγματοποιούνται ζημίες.
Ας σημειωθεί πως η χώρα μας πρέπει να συνυπολογίσει τον γεωπολιτικό κίνδυνο λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των όσων συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα πρέπει να συνυπολογίσει άμεσα και τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής.
Η ανακοίνωση της ΤτΕ για το «μαξιλάρι» στις τράπεζες
Η Τράπεζα της Ελλάδος, με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 235/1/07.10.2024, υιοθέτησε το θετικό αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου στην Ελλάδα, το οποίο ενεργοποιείται σε πρώιμο στάδιο του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου, όταν οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι δεν είναι ούτε υποτονικοί ούτε ιδιαίτερα αυξημένοι.
Η εφαρμογή του αποθέματος αυτού συμβάλλει στη δημιουργία ενός ικανού αποθέματος κεφαλαίων υπό ομαλές συνθήκες, δηλαδή πριν από τη συσσώρευση κυκλικών συστημικών κινδύνων. Έτσι παρέχει τη δυνατότητα στα ιδρύματα να απορροφήσουν τυχόν ζημίες και να διασφαλίσουν την ομαλή ροή της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία σε περιπτώσεις απρόβλεπτων διαταραχών, που δεν συνδέονται με τη φάση του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού κύκλου (π.χ. μια παγκόσμια υγειονομική κρίση , όπως η πανδημία COVID-19).
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος όρισε με την παραπάνω Πράξη το επιδιωκόμενο ποσοστό θετικού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας σε ουδέτερο περιβάλλον κινδύνου για την Ελλάδα στο 0,5%.
Η τριμηνιαία αξιολόγηση της έντασης των κυκλικών συστημικών κινδύνων και της καταλληλόλητας του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα λαμβάνει υπόψη την τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ, τον οδηγό αποθέματος ασφαλείας και, κυρίως, πρόσθετους δείκτες για τη συσσώρευση του κυκλικού συστημικού κινδύνου.
Ο οδηγός αποθέματος ασφαλείας, όπως ορίζεται στη Σύσταση ΕΣΣΚ/2014/1 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (European Systemic Risk Board – ESRB), είναι «μηδέν», δεδομένου ότι η τυποποιημένη διαφορά των πιστώσεων προς το ΑΕΠ παραμένει αρνητική από το γ΄ τρίμηνο του 2012 και, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το α΄ τρίμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε -31,8 ποσοστιαίες μονάδες.
Επιπλέον, η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει πρόσθετους δείκτες για τη δημιουργία και συσσώρευση των κυκλικών συστημικών κινδύνων, που αφορούν τις πιστωτικές εξελίξεις, τη δανειακή επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα, τα οικιστικά και επαγγελματικά ακίνητα, τις εξωτερικές ανισορροπίες, τον τραπεζικό τομέα και τις αγορές κεφαλαίων (βλ. Πίνακα “Δείκτες κυκλικού συστημικού κινδύνου”). Η ανάλυση των πρόσθετων δεικτών αναδεικνύει μεν την απαρχή συσσώρευσης κυκλικών συστημικών κινδύνων σε επιμέρους τομείς, όπως η χρηματοδότηση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, οι τιμές των οικιστικών ακινήτων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά συνολικά επιβεβαιώνει την εκτίμηση περί απουσίας υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης. Συμπερασματικά, οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι στην Ελλάδα για το δ΄ τρίμηνο του 2024 παραμένουν περιορισμένοι και το περιβάλλον κινδύνου εμφανίζεται ουδέτερο.
Στην παρούσα συγκυρία αναδεικνύεται η σημασία της εφαρμογής κατάλληλης μακροπροληπτικής πολιτικής για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα. Το σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας για την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος, καθώς και η βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και των εποπτικών δεικτών του τραπεζικού τομέα, διαμορφώνουν ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου, που θα διασφαλίζει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μεσοπρόθεσμα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η Τράπεζα της Ελλάδος με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 235/2/07.10.2024 καθόρισε το ποσοστό του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας για την Ελλάδα στο 0,25% με ημερομηνία εφαρμογής από 1ης Οκτωβρίου 2025.