Ανοιχτό άφησε το ενδεχόμενο επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα με μακροπρόθεσμο δανεισμό η νέα κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία, την ώρα που ο Κιρ Στάρμερ επιδιώκει να ενισχύσει τις σχέσεις της χώρας του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συγκεκριμένα, χθες Δευτέρα ο Βρετανός υπουργός Πολιτισμού Κρις Μπράιαντ τοποθετήθηκε για το θέμα στη Βουλή, μέσω απάντησης σε σχετική ερώτηση, λέγοντας πως είναι στο χέρι της διοίκησης του Βρετανικού Μουσείου να προχωρήσει περαιτέρω, ενώ στάθηκε στην «εποικοδομητική συνεργασία» που είχε ο πρόεδρος του μουσείου Τζορτζ Οζμπορν με την ελληνική κυβέρνηση. Επιπλέον, επαίνεσε τις προσπάθειες του Μουσείου να επιλύσει διεθνείς διαφορές – μεταξύ τους και αυτή για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
«Οι αποφάσεις που αφορούν τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών του μουσείου, συμπεριλαμβανομένου του δανεισμού αντικειμένων από τη συλλογή τους, είναι θέμα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου, σύμφωνα με τον νόμο του 1963 για το Βρετανικό Μουσείο. Το Βρετανικό Μουσείο είναι λειτουργικά ανεξάρτητο από την κυβέρνηση. Γνωρίζουμε ότι ο πρόεδρος των διαχειριστών Τζορτζ Όσμπορν είχε συνομιλίες με Έλληνες υπουργούς για το θέμα, επιδιώκοντας μια εποικοδομητική συνεργασία. Εκτιμούμε το έργο που επιτελεί το Βρετανικό Μουσείο διεθνώς και χαιρετίζουμε την επιτυχία των συνεργασιών του. Όσον αφορά τον νομικό τίτλο για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, η απομάκρυνση των Γλυπτών ήταν νόμιμη και τεκμηριωμένη. Μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο το 1816 και έκτοτε αποτελούν νόμιμη ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου και όχι της βρετανικής κυβέρνησης» ήταν η τοποθέτηση του Μπράιαντ.
Ο πρώην υπουργός Οικονομικών των Τόρις Τζορτζ Όσμπορν προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια συμφωνία από τη θέση του προέδρου του συμβουλίου των επιτρόπων του Βρετανικού Μουσείου. Αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αποστολή των Μαρμάρων στην Ελλάδα για μια δεκαετία.
Ο τερματισμός του συγκεκριμένου σίριαλ θα μπορούσε να ενισχύσει τις προσπάθειες του Στάρμερ για την «επαναφορά» των σχέσεων με την Ευρώπη, την οποία έχει θέσει ως προτεραιότητα για την πρωθυπουργία του.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα του πέμπτου αιώνα π.Χ. μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στη Βρετανία μεταξύ 1801 και 1812 από τον Έλγιν, όταν αυτή ήταν ακόμη μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Έλγιν, ο οποίος ήταν πρεσβευτής της Βρετανίας, σχεδίαζε να δημιουργήσει ένα ιδιωτικό μουσείο πριν τα μεταφέρει στο Βρετανικό Μουσείο. Η Ελλάδα επιμένει ότι τα αντικείμενα αποκτήθηκαν παράνομα από αυτόν, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ανένδοτο ότι αποκτήθηκαν νόμιμα από τον λόρδο με την άδεια των οθωμανικών Αρχών. Σημειώνεται πως ένας νόμος του 1963 εμποδίζει το Βρετανικό Μουσείο να διαθέσει μόνιμα βασικά αντικείμενα από τη συλλογή του, αν και δεν θα εμπόδιζε μια συμφωνία δανεισμού.
Τον περασμένο Νοέμβριο «ξέσπασε» διπλωματική διαμάχη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας με επίκεντρο τα Γλυπτά. Τότε, ο Σούνακ ακύρωσε μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο Λονδίνο, αφού ο τελευταίος είχε δηλώσει ότι η διατήρηση των Γλυπτών από τη Βρετανία θα είναι σαν να «κόβεις τη Μόνα Λίζα στη μέση».
Τον Μάρτιο του 2023 ο Βρετανός πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε τη θέση του ότι τα εν λόγω κειμήλια πρέπει να παραμείνουν στη Βρετανία: «Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει φροντίσει για τα Ελγίνεια Μάρμαρα εδώ και γενιές… Οι πινακοθήκες και τα μουσεία μας χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους επειδή αποτελούν τεράστιο περιουσιακό στοιχείο για τη χώρα αυτή. Μοιραζόμαστε τους θησαυρούς τους με τον κόσμο και ο κόσμος έρχεται στο Ηνωμένο Βασίλειο για να τα δει».